Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΛΕΣΘΕΙΣΑΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΡΜΟΝΙΑΣ


Το βουητό της νταλίκας ήταν τόσο ενοχλητικό που «καταβρόχθιζε» κάθε άλλο άκουσμα. Το κελάηδισμα των λιγοστών πουλιών δεν ήταν ικανό να φέρει τη θύμιση της όμορφης Φύσης. Της άλλοτε κραταιάς Θεάς της ομορφιάς, της τροφού  ζωής, που δέσποζε η ύπαρξή της και έδινε νόημα στο βίωμα.
Το ατελέσφορο παρόν, απομακρυσμένο από κάθετι φυσικό έδινε την εντύπωση στον νεαρό ότι το κάλλος, που περιέγραφε ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του "η Νοσταλγός" και ο Καρκαβίτσας στα "Λόγια της Πλώρης", είχε αφανισθεί. Πλέον την ισορροπία της ήρεμης ακρογιαλιάς, του όμορφου αιγιαλού είχε καταλάβει η υλική μανία του ανθρώπου, που ύψωσε αλόγιστα τείχη απομάκρυσνης από το φυσικό περιβάλλον και ως επιδειξιομανής θηρευτής καυχιέται για την πραγμάτεια του, για τον αποτρόπαιο βιασμό του φυσικού πνεύμονα ζωής.
Το φρεσκοκουρεμένο γρασίσι των παραλιακών σπιτιών και οι γλάστρες δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη δυναμική των πλατάνων, που έστεκαν αγέραστοι χρόνια και τώρα ξεριζώθηκαν για να μη βλαστήσουν ποτέ ξανά και χαλάσουν τη σύγχρονη αισθητική, την αποστειρωμένη από οτιδήποτε ενοχλεί τα επιτεύγματα του τεχνικού πολιτισμού. Όλα τόσο μετρημένα και εργαστηριακά προσχεδιασμένα, τόσο εντέχνως και ευπρεπώς δομημένα για να πνίξουν κάθε ενδοιασμό, κάθε τύψη. Ο εξευγενισμένος άνθρωπος, που στο όνομα αυτής της κατάκτησης έγινε πιο απάνθρωπος και από τον πιο αιμοβόρο δολοφόνο. Ένα έγκλημα εκ προμελέτης σκέφτηκε ο μικρός Γιωργής, ο οποίος δεν είχε προλάβει να δει την ακμή της φύσης, την αρχέγονη δύναμή της, αλλά την είχε ονειροπολήσει, μέσα από τις περιγραφές των διηγηματογράφων προηγούμενων εποχών, την έπλασε στη φαντασία του και την αναζητούσε αγωνιωδώς.
 «Πού είναι όλα αυτά πατέρα, τα γάργαρα νερά των πηγών, τα ρυάκια που σχηματίζονταν και κατέληγαν στην κοίτη των ποταμιών και από εκεί στις  ακρογιαλιές, που τόσο εύγλωττα περιγράφονται στα διηγήματα που διάβασα; Μήπως πρόκειται για μυθοπλασίες;»διερωτήθηκε, κρύβοντας στο θυμικό του μία απογοήτευση, που ισοδυναμούσε με το ξερίζωμα μιας καρδιάς, όπως εκατοντάδων δεντρών από μια δασική έκταση, η οποία μετατράπηκε σε πολιτεία "καθώς πρέπει" ανθρώπων, με μικρά γλαστράκια κατά μήκος του ασφαλτοστρωμένου δρόμου.
«Μα δε βλέπεις, προοδεύει η ανθρωπότητα... τι να τα κάνουμε όλα αυτά, είναι αχρείαστα!Δε λες καλά που βάλαμε το κεφάλι μας κάτω από αυτό το σπίτι και δεν απειλούμαστε από τα άγρια θηρία;» Τόσο κυνική η απάντηση, που δεν άφηνε περιθώριο αμφισβήτησης.
Ο νεαρός περιπλανιόταν χρόνια για να βρει τα τοπία που είχε χαραγμένα στο υποσεινήδητό  του και είχε εικονοποίησει από τα αναγνώσματά του. Τίποτε από αυτά δε βρήκε έτσι, όπως αναφέρονταν...όλα ήταν τόσο εκλογικευεμένα που ακόμη και το γλαστράκι με το γρασίδι, έμοιαζε τόσο τεχνητό, τόσο «αποστεωμένο», όσο και ο χλοοτάπητας στις αυλές των σπιτιών.
Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη θλιβερή διαπίστωση ότι ο φυσικός πλούτος μέσα στον οποίο γεννήθηκαν τα έμβια όντα, ο ναός της πλάσης, είχε καταντήσει ένα μουσείο, για να θυμίζει την άλλοτε παρθενιά της φύσης. Κάποια στιγμή η φύση θα επαναστατήσει, θα πάρει το αίμα της πίσω σκέφτηκε...   και η σκέψη αυτή αντήχησε στο σύμπαν σαν ευχή και κατάρα μαζί... Ο εφιάλτης μιας σύγχρονης Περσεφόνης έστεκε προ των πυλών...!