Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑΣ ΚΙΒΩΤΟΥ


Ένας νέος ονειρεύτηκε˙ ονειρεύτηκε  ένα γκρίζο μέλλον, περισσότερο σκούρο από το πρόσφατο παρόν! Ήταν τόσο οδυνηρό για την ανθρωπότητα, που και ο πιο απαισιόδοξος δε θα μπορούσε να φανταστεί. Ποιο αποκούμπι ελπίδας υπάρχει στα εφιαλτικά αδιέξοδα μιας καταρρέουσας κοινωνίας; Αναζητούνται ταριχευτές ονείρων ή νέα οράματα που θα εμπνεύσουν; 
Με αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα καλείται ο νέος να πορευτεί και να δώσει απαντήσεις. Είναι ωμά ειλικρινής, χωρίς υπεκφυγές, διακρίνει το κάλπικο από το αληθές. Η μνήμη του ταλαιπωρημένη από τα εκούσια πήγαινε – έλα, αλλά δε γινόταν διαφορετικά. Έπρεπε να θυμηθεί το όνειρο, πριν γίνει ονειροπαγίδα και πλήξει τον ίδιο και κατ’ επέκταση το σύνολο της ανθρωπότητας. Ρίχνεται στη μάχη της δυστοπίας του παρελθόντος και της επιφανειακής ευμάρειας ενός κατεδαφιστέου παρόντος, που φοβίζει με τις ασύμμετρες απειλές που εξοβελίζει. Παρά ταύτα κοιτάει κατάματα στην άβυσσο… φοβάται μα συνεχίζει να κοιτάει, ψάχνοντας αγωνιωδώς μία απάντηση, ένα χρωστούμενο γιατί, το οποίο ποτέ δεν απαντήθηκε, τουναντίον αποσιωπήθηκε για να συνεχίσει η λάβα να αποτεφρώνει oποιονδήποτε ζωντανό οργανισμό βρίσκει μπροστά της. Τα μνημονικά θραύσματα της τραυματισμένης ψυχής του τον ωθούν σε αναπόφευκτη ενδοσκόπηση. Είναι ανηφορικός και δύσβατος ο δρόμος, μα δε τα παρατά, συνεχίζει, αν και οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Ψάχνει για ένα στέρεο έδαφος, ικανό να δομήσει μία δίκαιη ανθρωπότητα, ένα καλοβίωτο παρόν, λυσιτελές για τον κάθε πονεμένο. Μια κιβωτό με πανσπερμία οράματος και όχι σαν αυτή που μνημονεύει ο ποιητής «καινούργια Κιβωτός χωρίς ελπίδα πια». Το ταξίδι της φυγής, πέρα από γενναίο καπετάνιο με γνώσεις για μπουνάτσες και φουρτούνες, απαιτεί μία άφευκτη θάλασσα, ικανή μέσω αυτής να οδηγηθεί μετά κόπων και βασάνων  σε μία ολοφώτεινη παραλία με λαμπερή άμμο. Η αναπότρεπτη μοίρα δεν αφήνει περιθώρια για χρονοτριβές και πισωγυρίσματα. Το αέναο ταξίδι στον χωροχρόνο δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής. Ο ήρωας καλείται να αποδείξει τον τίτλο που του δόθηκε και φέρει βαρέως…είναι καιρός να αποδείξει ότι δεν είναι αντιήρωας, αλλά αυτός που θα λυτρώσει, ο αμφορέας ελπίδας, ο γνήσιος ζωοτόκος, που θα αναγεννήσει τα ύψιστα αγαθά, αυτός ο οποίος θα στοιχειώσει το παράλογο και θα επαναφέρει τη λογική στον άμβωνα των γνήσιων αξιών, των προσφάτων απολεσθέντων. Και είναι τούτη η φυγή, η πρώτη μεγάλη ώθηση, το πρώτο τρανταχτό βήμα, για τα επόμενα που θα ακολουθήσουν προς την αποκατάσταση του αυτονόητου: την ελευθερία από τα δεσμά της ψυχικής εξαχρείωσης – την επαναφορά του μέτρου, «μέτρον άριστον».

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Το εθνικό και το υπερεθνικό ιδεώδες στην ποιητική του Διονυσίου Σολωμού


Ο Δ. Τζιόβας στο επιστημονικό του άρθρο «Αντιθέσεις και διλήμματα για την ποίηση του Σολωμού», επικεντρώνεται στην πρόσληψη του ποιητικού έργου του Σολωμού και συγκεκριμένα στα αντιθετικά ερωτήματα  που προκύπτουν. Προσπαθεί να κατανοήσει πώς είναι δυνατόν ο Σολωμός να κινείται μεταξύ λυρισμού και αφηγηματικότητας, ατομικού και συλλογικού, εθνικού και οικουμενικού. Τα παραπάνω ζεύγη ορισμών, αν και φαινομενικά είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους, ο Σολωμός με την ποιητική του δεξιοτεχνία και πολυπλοκότητα καταφέρνει να τα συγκεράσει.
To ποίημα σταθμός στην ποιητική του πορεία, «Ο Κρητικός», ενέχει τα παραπάνω στοιχεία. Από τη μία πλευρά έχουμε έξαρση του λυρισμού με το προσωπείο του Κρητικού να παρουσιάζει τις ενδόμυχες σκέψεις, τα συναισθήματά του, το προσωπικό του δράμα και από την άλλη έχουμε στο προσκήνιο τον εθνικό αγώνα υπέρ της ελευθερίας της πατρίδος, σημείο και στο οποίο έγκειται η αφηγηματικότητα του ποιητή. Παρελθοντικά δηλαδή περιστατικά υπεισέρχονται στο παρόν του αφηγητή και κατ’ επέκταση στον αναγνώστη. Καταφέρνει εδώ ο Διονύσιος Σολωμός να συνταιριάξει με απόλυτη ισορροπία το προσωπικό - λυρικό με το συλλογικό - αφηγηματικό. Εύλογα, λοιπόν, θεωρείται εθνικός ποιητής, αφού μιλά για τα  κατορθώματα του ελληνικού λαού,  συνδυασμένα όμως με λυρισμό,  που επιβάλλεται από τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό. Συν τοις άλλοις, το εθνικό μεταμορφώνεται σε οικουμενικό. Αυτή η επιμονή και η δίψα για εθνική ελευθερία, του επιτρέπει να πλησιάζει τις βαθύτερες ουσίες, που οδηγούν σε αυτή και σχετίζονται με τις οικουμενικές σταθερές. Έργο, στο οποίο παρατηρείται  η συγκεκριμένη διάσταση είναι οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Ο Λίνος Πολίτης θεωρεί ότι αυτή η εθνική υπόθεση παίρνει διαστάσεις παγκόσμιες. «Ο Σολωμός μέσα από την υπόθεση την εθνική φτάνει στην υπερεθνική, την ευρωπαϊκή, την παγκόσμια, φτάνει όμως ακριβώς, επειδή βάθυνε τόσο πολύ στην εθνική». Το μικρό πολιορκημένο Μεσολόγγι σηκώνει το ανάστημά του και γίνεται υπερεθνικό, καθώς ξεσκεπάζει τα μεγαλύτερα συμφέροντα όλου του κόσμου και μέσα από αυτό πηγάζουν οι βαθύτερες ουσίες. Το αληθές που επιθυμεί ο Σολωμός να φανερώσει στο έθνος, είναι η αληθινή ουσία ή αλλιώς οι μεγάλες και ζωοφόρες αξίες, οι οποίες είναι πανανθρώπινες και παγκόσμιες. Δεν  ανήκουν μόνο στους Έλληνες, αλλά είναι κτήμα όλης της ανθρωπότητας. Ο κάθε λαός, μέσα από τον εθνικό αγώνα των Ελλήνων, μπορεί να ζητήσει τη δική του ελευθερία.
Ακόμη στο άκουσμα του εθνικού ύμνου, «Ύμνος εις την Ελευθερίαν»,  η πίστη στην πατρίδα και ο εθνικός αγώνας ντύνεται με το λυρικό ύφος, όταν ο ποιητής περνά από τη μία υπόθεση στην άλλη. Η Ελένη Τσατσάνογλου μας αναφέρει: «Η θερμότης της καρδιάς του αποφεύγει πάντοτε την ψυχρότητα της Μυθολογίας και το ύψος των ιδεών του αποστρέφονται τους κοινούς τύπους της ποιήσεως». Μέσα από τον έντονο λυρισμό του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» ενδυναμώνεται η επική σεμνοπρέπεια.
Πρακτικά, η εθνική ποίηση είθισται να είναι αφηγηματική και κοινωνική, ενώ η λυρική ποίηση  προσωπική.  Ο Τζιόβας διαπιστώνει στην ποίηση του Σολωμού δύο τύπους ποίησης φαινομενικά ασυμβίβαστους μεταξύ τους, τον εθνικό (έχει συσχετιστεί με το αφηγηματικό) και τον λυρικό, κάνοντας λόγο για «λυρικοποίηση του εθνικού» ή «εθνικοποίηση του λυρικού».
Ο Σολωμός, έξοχος ενορχηστρωτής της ποιητικής τέχνης, καταφέρνει να συγκεράσει αντίθετες ροπές και να αναδειχθεί ως ο εθνικός ποιητής, που παράλληλα εκπροσωπεί τις οικουμενικές αξίες και τα υψηλά ιδανικά.

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Το «κέντημα – ψηφιδωτό» της αρχαιοελληνικής πνευματικής συνέχειας στο Βυζάντιο μέχρι τις μέρες μας



Το ταξίδι για την Υψηλή Τέχνη είναι δύσκολο και χρονοβόρο, αλλά όπως κάθε ταξίδι τόσο απολαυστικό και σαγηνευτικό, με λαμπρούς σταθμούς και με πυξίδα το όραμα, δεικνύει πάντοτε  κόσμους ιδεατούς, αγγελικά πλασμένους που η πραγματικότητα καταβροχθίζει μανιωδώς, ζηλεύοντας τη φυγή προς το άγνωστο, μένοντας παράλληλα προσκολλημένη στη ρηχότητα της σκέψης, συντηρώντας συν τοις άλλοις μία παγιωμένη στρεβλή κατάσταση, που έχει απωλέσει την ονειροπόληση, φοβούμενη, μήπως το όνειρο βγει αληθινό και χαθούν τα συμφέροντα που εξυπηρετεί. Πώς να εξηγηθεί αλλιώς η αδιαφορία και η πολεμική για την Υψηλή Τέχνη των αρχαιοελληνικών και Βυζαντινών διδαγμάτων, τα οποία  αποτελούν κομμάτια της ελληνικής ιστορίας μας;
Το αν οι σημερινοί Έλληνες δικαιούνται να φέρουν επάξια τον βαρύ τίτλο των συνεχιστών των αρχαίων Ελλήνων είναι ένα θέμα προς συζήτηση, αν σκεφτούμε τη σημερινή βαλτωμένη διαμορφωμένη πραγματικότητα σε θέματα παιδείας, πολιτισμού, ήθους. Η Ελλάδα του τώρα δε θυμίζει σε τίποτα την άλλοτε ένδοξη αρχαιοελληνική ιστορία. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δε συνεπάγεται ασυνέχεια της ελληνικής ταυτότητας και συνείδησης στο διάβα των χρόνων. 
Το κατά κάποιους αυτοχαρακτηριζόμενους σκαπανείς του πνεύματος δόγμα περί «φαντάσματος - ανυπαρξίας» της αρχαιοελληνικής πνευματικής και φυλετικής συνέχειας της ελληνικότητας στο Βυζάντιο μέχρι τις μέρες μας, όπως είναι οι θεωρίες των Fallmeyrayer, R. Jenkis, Mango, αποτελεί ένα οικοδόμημα χωρίς βάση, το οποίο αιωρείται. Τα έωλα  επιχειρήματά τους δε στηρίζονται στην επιστημονική δεοντολογία, αλλά σε κατευθύνσεις ξένων κέντρων αποφάσεων με σκοτεινά συμφέροντα, που αντιμάχονται την επιστημονική τεκμηριωμένη κρατούσα αντίληψη περί «συνέχειας του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και της ολόλαμπρης ελληνικής και Ορθοδόξου χριστιανικής συνειδήσεως των Ελλήνων του σήμερα».  Άλλωστε πολλοί επιστήμονες έχουν αντικρούσει ένα προς ένα τα επιχειρήματά τους, όπως είναι οι Αρνάκης, Βακαλόπουλος, D. Nicol, Βρυώνης, R. Browining. Ειδικά ο Βrowining (1966) απέδειξε με περίτρανο και πασιφανή τρόπο τη συνέχεια της φιλοσοφίας, της ιστορίας και του πολιτισμού της ελληνικής ταυτότητας στο Βυζάντιο. To νήμα έλαβε ο Vrionhs(1978) θέτοντας το ζήτημα στη βάση ότι οι Βυζαντινοί δεν ανακάλυψαν το αρχαιοελληνικό παρελθόν του 4ου π.Χ. και 5ου αιώνα των κλασικών χρόνων (πράγμα που αυτό θα συνηγορούσε σε μία ασυνέχεια της ελληνικότητας από την αρχαιότητα ως τη Βυζαντινή εποχή, όπως έγινε κατά την Αναγέννηση), αλλά παρέλαβαν τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδος σε μετεξελιγμένη παρουσία, δίνοντάς του στη συνέχεια μία νέα μορφή. Αυτό το γεγονός από μόνο του δύναται να καταδείξει με σαφήνεια και να συνηγορήσει υπέρ της συνέχειας του ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού.
Πολλοί ερευνητές χαρακτηρίζουν τη Βυζαντινή περίοδο, ως μία εποχή σκοταδισμού και βαθιά παρακμιακή, παρερμηνεύοντας τα μέχρι τότε φιλοσοφικά κείμενα. Αυτό που συνέβη εκείνα τα χρόνια ήταν μία μεταπήδηση σε μία νέα πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα στο πλαίσιο μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, μία μετάβαση σε μία νέα τάξη πραγμάτων, όπως θα λέγαμε στη σύγχρονη κοινωνία μας. Τα ενδιαφέροντα των στοχαστών ξεκίνησαν να διαφοροποιούνται πιο νωρίς κατά την ελληνιστική περίοδο με την κυριαρχία των Σοφιστών και της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Η εξέλιξη αποτελεί ένα γεγονός ανεμπόδιστο, καθώς το νέο γίνεται παλιό και αποζητά τη μετεξέλιξή του σε μία νέα μορφή ζωογόνα, η οποία και αυτή με τη σειρά της θα ψάξει για μία νέα επίγεια ζώσα ύπαρξη, με άλλα λόγια αυτό που λέει ο λαός μας, η ζωή συνεχίζεται. Αυτή είναι η ομορφιά της ζωής και αυτή η ζείδωρη ελληνική φιλοσοφία ταξίδεψε μετεξελιγμένη, αλλάζοντας ενδύματα στο διάβα των χρόνων. Έτσι έχουμε την μεταστροφή του ενδιαφέροντος των βυζαντινών στοχαστών προς θέματα, τα οποία δεν απασχολούσαν στο παρελθόν. Σύμφωνα με τον Νιάρχο (1996) οι Βυζαντινοί αντιλαμβανόμενοι τη βαρύτητα της αρχαιοελληνικής σοφίας, που τους έπεσε ως κλήρος, κατόρθωσαν να την εκμεταλλευτούν οικοδομώντας λαμπρό λόγο και συνθέτοντας παράλληλα τα επιτεύγματα της αρχαιοελληνικής σοφίας με τα μηνύματα της χριστιανικής πίστης. Ως απότοκο αυτού του συνδυασμού προήλθε ο βυζαντινός ανθρωπισμός, ο οποίος αποτέλεσε το υπόβαθρο για τη φυγή προς τα εμπρός και τη μετέπειτα εξέλιξη του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού (Νιάρχος, 1996).
Συμπερασματικά διαφαίνεται ότι οι Βυζαντινοί διατήρησαν ακεραία την αρχαιοελληνική οπτική του κόσμου, η οποία στρέφει το ενδιαφέρον της στον άνθρωπο στο πλαίσιο ενός οικουμενικού όντος, επηρεαζόμενη κατά πολύ από τον πλατωνισμό και κυρίως από τον νεοπλατωνισμό. Σε εποχές βαθιάς κοινωνικής κρίσης και ηθικοπνευματικής αποτελμάτωσης, όπως είναι αυτές που διανύουμε, η στροφή στο απάνεμο λιμάνι των ριζών και των παραδόσεών μας, αποτελεί το μόνο ασφαλές καταφύγιο για να εξοπλιστούμε και εν συνεχεία να ταξιδέψουμε προς τα εμπρός, γνωρίζοντας από που κρατάμε, για να φτάσουμε ακόμη μακρύτερα την ιστορική κληρονομιά μας, εμπλουτισμένη με σύγχρονα επιτεύγματα.

Βιβλιογραφία:

Browning, R.(1966), Greece: Ancient and Medieval, Inaugural Lecture at Birbeck College, London: passim
Sp. Vryonis,(1978)«Recent Scholarship on continuity and discontinuity of culture: classical Greeks, Byzantines, Modern Greeks»εντουαυτού the «Past» in Medieval and Modern Greek Culture, Malibu,
Κωνστντίνος Γ. Νιάρχος (1996)Η ελληνική φιλοσοφία κατά την Βυζαντινή της περίοδονΑθηνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Περιπλανώμενος προς αναζήτηση λησμονημένων αξιών


Η περιπλάνηση, όταν δεν είναι άσκοπη, αποτελεί μία διαδικασία λυτρωτική, άκρως ζωογόνα για την κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης, ίσως και για την επιζήτηση μιας στροφής, όταν η κοινωνία έχει βρεθεί σε τέλμα. Ο Ομηρικός Οδυσσέας, θα γινόταν ξακουστός, αν δε περιπλανιόταν στις άγνωστες θάλασσες, αν το ταξίδι του δεν ήταν ριψοκίνδυνο και τα νερά τρικυμισμένα, αν δεν τα έβαζε με Θεούς και Δαίμονες για να επιστρέψει στην αγαπημένη του Ιθάκη και τη γυναίκα του Πηνελόπη; Πόσοι δεν περιπλανηθήκαμε, στα άδυτα των ψυχών μας, σε ταξίδια ονειρικά, τα οποία ποτέ όμως δεν έγιναν πράξη, με τον φόβο μήπως χάσουμε τη βαλτωμένη και συνεχώς σαπισμένη σιγουριά μας;  Προδώσαμε τις πατρίδες, τα ιδανικά μας, τις αξίες μας για αυτή τη μίζερη σιγουριά, η οποία αποτέλεσε δυνάστη της ψυχής μας και το αποτέλεσμα ήταν να φανεί η γύμνια του Βασιλιά. Μία μπέρτα δεν αρκεί για να καλύψει την απογυμνωμένη ανθρωπότητα, η οποία πορεύεται με δανεικά ιδανικά, παρηκμασμένες αξίες, λασπωμένα όνειρα, ξεχαρβαλωμένα οράματα, στερημένα από ανθρωπισμό. Σφετεριστές έκλεψαν τους θρόνους και οδήγησαν, όχι σε περιπλάνηση, αλλά σε αποπλάνηση. 
Και μεταξύ όλης αυτής της τραγικής πραγματικότητας ένας νέος ονειρεύεται, περπατά στην εξοχή, στις παραλίες, στις πόλεις, παραμιλά στον πυρετό του, μονολογώντας ότι κάπου είδε, στον ύπνο του ή στον ξύπνιο, δε θυμάται ακριβώς, έναν κόσμο δίκαιο, όπου η αξιοκρατία κυριαρχούσε, πρυτάνευε η λογική, κάλπαζε η αυτοκριτική και όλα ήταν αγγελικά πλασμένα, τόσο θεϊκά δομημένα που ανάβλυζαν οι καρποί της ανθρωπιάς και της ειρήνης. Ο νέος αυτός υπερασπίζεται την ελευθερία, δεν είναι στρατευμένος σε τίποτα και έτσι συνεχίζει να ονειρεύεται και να περιπλανιέται. Είναι άνθρωπος απλός, της βιοπάλης, ακούραστος για ταξίδι στο χωροχρόνο των ιδανικών. Δεν πτοείται από τους ανερμάτιστους ανθρωπάκους, οι οποίοι τον χλευάζουν και προσπαθούν να του ανακόψουν το ταξίδι προς περιπλάνηση. Τουναντίον προσπαθεί να τους συνετίσει, αλλά ματαιοπονεί. Ταξίδι χωρίς σταματημό… κομμάτι - κομμάτι, συνθέτει ένα τραγούδι, ύμνο στις αρχές της αδελφοσύνης. Αυτά που υπερασπίζεται δεν είναι το τομάρι του, δεν είναι η βόλεψή του, αλλά τα ανθρώπινα, τη ζωή, τον έρωτα, τις αξίες που καθημερινά  φυτρώνουν σε μέρη ανοίκεια, όπως σε χαραμάδες τοίχων, σε πεζοδρόμια, πνιγμένα σε μία πεζή καθημερινότητα. Οι κουβέντες του είναι ξεκάθαρες, δεν κρύβουν δόλο, ούτε ίχνος φιλαρέσκειας, τουναντίον διακατέχονται από μία θλίψη για το κατάντημα της κοινωνίας. Η συνείδησή του έρχεται να μας ελέγξει, να μας γεμίσει ενοχές, που ερωτοτροπήσαμε με κάλπικους παραδείσους,  που γευτήκαμε την απληστία και την κρατήσαμε σιμά μας, που γίναμε πιο φαύλοι και από τους φαύλους αυλικούς, που δώσαμε ελαφρυντικά στις αποτρόπαιες πρακτικές, νομοθετώντας τες. Μία ξιπασμένη κοινωνία και απέναντι της ένας νέος στέκεται όρθιος και δίνει μάχες… δε δειλιάζει, δε φοβάται, τουναντίον οι κυκλοθυμίες του ασκούν ταραχή σε όλους μας. Θα πρέπει να σωπάσουμε για να τον αφουγκραστούμε, αφού μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά κατευθείαν στο θυμικό μας, χωρίς να επιχειρηματολογεί, χωρίς να μηχανεύεται τερτίπια. Η συνάντηση μαζί του, κάποιες φορές γλυκιά, άλλες ενοχλητική, άλλες εξοργιστική, μα λέει αλήθειες, αυτές τις αλήθειες που φοβόμαστε να αντικρίσουμε κατάματα, αυτές που κουκουλώσαμε με τόσα αισχρά ψέματα για να μη φανεί η παρακμή. Τόσο συνταρακτικές είναι! Και η απάντηση σε αυτές τις αλήθειες από την πλευρά του άσπλαχνου κόσμου, είναι ο χλευασμός, οι φωνασκίες, οι ύβρεις, μόνο και μόνο για να  πονέσουν αυτόν που τους ξεγύμνωσε τον κίβδηλο βασιλιά, όμως, ο πόνος αυτός μετουσιώνεται σε αγάπη από την πλευρά του νέου. Και αυτός ο νεαρός ανακράζει: «Σήμερα είμαι ένας άνθρωπος, ένας πονεμένος άνθρωπος, που νιώθω ότι από το είναι μου ξεχύνεται αγάπη». Πώς λέγεται αυτός ο νέος; Δεν ήθελε να αποκαλύψει το όνομά του, το μόνο που ήθελε ήταν να περιπλανηθεί, να ωθήσει και άλλους νέους στο ταξίδι της περιπλάνησης, να βρει συνοδοιπόρους στο ταξίδι του…
Υ.Γ.: Οι «ωραίοι» νέοι είναι πολλοί και αυτοί αποτελούν τη μόνη ελπίδα μιας κοινωνίας που έχει προσκολληθεί σε σαθρές νοοτροπίες. Τους νέους αυτούς μη τους φοβάστε, να τους χαίρεστε και κάποτε με το φως της καθαρότητας της ψυχής τους θα φωτίσουν ολάκερη την οικουμένη. Έως τότε υπομονή…

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Η ενορχηστρωμένη εικονοποιία του Σικελιανού στο ποίημα «Μήτηρ Θεού»


Το αριστουργηματικότερο ποίημα του Σικελιανού και έργο της ώριμης ηλικίας του αποτελεί κατά κοινή ομολογία το «Μήτηρ Θεού», γραμμένο το 1917. Η μουσικότητα είναι το στοιχείο, το οποίο πηγάζει ανεξάντλητο από τον πυθμένα της ποιητικής φωνής του ποιητή. Η ενορχηστρωμένη αυτή μουσική υποβλητικότητα οφείλεται στον ρυθμό των δεκαπεντασύλλαβων διστίχων, τα οποία πλησιάζουν μορφικά  την ποιητική σύνθεση του Σολωμού «Κρητικός», και στη συνεχή εναλλαγή των εικόνων, στοιχεία τα οποία παραπέμπουν σε μουσικές μελωδίες (Λίνος Πολίτης, 2009). Στο πρόσωπο της Παναγίας, και μετά τον θάνατο της αγαπημένης αδερφής του, ο Σικελιανός βλέπει τη μητέρα της ζωής και του θανάτου, μία εικόνα που φαίνεται από την μυστική σύνδεση στο ποίημα της μνήμης του Ευαγγελισμού, τους χαιρετισμούς της Θεοτόκου και το Ψυχοσάββατο των νεκρών. Ο Λίνος Πολίτης (2009) σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Το ποίημα, μουσικά, ανεπαίσθητα περνά από την ζεστασιά των αρχικών στίχων  στην κεντρική ιδέα του θανάτου, ο πόνος της πεθαμένης αδερφής και η γλυκιά παρουσία της μάνας του Χριστού ενώνονται μυστικά, λες από πύρο χωνευτήρι συμπυκνώνεται σε μια οργανική ενότητα, από τις κορυφαίες στην ποίηση».

Επιπροσθέτως η σύνδεση χριστιανισμού και παγανισμού είναι ένα ακόμη μοτίβο, που ενυπάρχει στο ποίημα. Ο Σικελιανός, όπως παρατίθεται από τον Μario Vitti, αφουγκράζεται τον βαθύτερο πόνο των ανθρώπων και αισθάνεται υπεύθυνος για την επανόρθωση του κακού, όμως, αυτό το κακό εκλείπει σε αρκετές περιπτώσεις, όταν επιθυμεί να εκφράσει τις υπαρξιακές του ανησυχίες.

Ας περάσουμε στην έντονη και γλαφυρή εικονοποιία του ποιήματος. Ο Σικελιανός παρομοιάζει το φυσικό τοπίο με την Παναγία, εξυμνεί την ομορφιά της άνοιξης, παρακολουθεί το πέταγμα των χελιδονιών, θρηνεί για την αδερφή του Πηνελόπη, η οποία πέθανε.

και ως είδα, ετοιμοθάνατη, την όψην σου να μένει
σε τρίσβαθο χαμόγελο, λουσμένη, βυθισμένη,

γλυκά κι αν με διάταξες της πίκρας  σου να αφήσω
τον πέπλον, ολοζώντανη για να σε ζωγραφίσω

Ο Σικελιανός σαν άλλος ταλαντούχος ζωγράφος, φωτίζει τις εικόνες του. Τα μέρη του λόγου (ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα) επιδίδονται σε αγώνα να ξεπεράσουν το ένα το άλλο, βοηθώντας στην έντονη εικονοποιία, δημιουργώντας παραστατικότητα. π.χ. πέλαο αέρινο, τα μάτια ακοίμητα, αφρός μουρμουριστός, αμμουδιά παρθένα, ανάλαφρο ποδάρι, πορφυρογέννητη ψυχή.  Οι εικόνες του έχουν λόγο ύπαρξης στο ποίημα και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι, επιλεγμένες με ποιητική σωφροσύνη. Διεγείρουν όλες τις αισθήσεις (ακουστικές, οσφρητικές, οπτικές, αφής) με ζωηρά χρώματα, δημιουργώντας παφλασμό αισθαντικής συγκίνησης στον αναγνώστη. Η Μιράσγεζι (1982) τονίζει τον έντονο πληθωρικό λυρισμό του ποιητή και επισημαίνει, ότι οι παρομοιώσεις του μας θυμίζουν την θαυμαστή έκφραση του Ομήρου.

άνεμος φύσα γλυκός, από μακρά φτασμένος,
με την γαλήνιαν ευωδία των κάμπων φορτωμένος.

Τα μύρα πλέαν ανάερα, αντίκρυζε η ψυχή μου,
όθε κι αν γύριζε, τη μυστική άθλησή μου.

Και ιδές ανθοί ανεπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια
στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια

φλόγα γαλάζια ανάβρυζε, πήδαε πύρρη διχάλα,
και μιαν ακοίμητη δροσιά κινούσαν, να με ζώνει

Η έντονη λυρικότητα του Σικελιανού και οι καλοδουλεμένες λέξεις αναδεικνύουν με παραστατικότητα την ζωγραφική αποτύπωση του φυσικού τοπίου, επίτευγμα το οποίο επιτυγχάνεται στη «Μήτηρ Θεού». Ο ποιητής στον ζωγραφικό του καμβά χρησιμοποίει το «ποιητικό  πινέλο του» για να μας παραπέμψει σε ένα εικονοπλαστικό δημιούργημα, γεμάτο ζωντάνια, γλαφυρότητα με την υποφαινόμενη αίσθηση μίας μοναδικής αγνότητας και τρυφερότητας να ξεχειλίζει.


   και πάλι πισωδρόμισε γοργό, σα για να πάρει
   χλωμάδα μεγαλύτερην απ’το μαργαριτάρι...

   Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι,
   η αχτίδα της το δάκρυ μου το βρήκε ωσάν πετράδι!

Όπως προαναφέραμε εικόνες που παραπέμπουν στον θάνατο της αδερφής του, οδηγούν την συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ακόλουθοι στίχοι:

Η κόρη απ’το προσκέφαλο στυλά που με κοιτάζει
τόσο ειν’ωραία, πατέρα μου, για ιδές, που με ντροπιάζει...

  Αχ, λίγο να’θελε από με τα μάτια της να πάρει,
   να’λέγα τώρα το γλυκό χερουβικό τροπάρι!»

  Μικρή ψυχούλα μίλησε στον αγγελοκρουμό της
  και με το λόγο φτέρωσε, σα χνούδι, τον καημό της!

Το απόσπασμα ολοκληρώνεται με μία εικόνα που δεν έχει σχέση με τη φύση, αλλά με την προσωπική του εμπειρία,  σύμφωνα με την οποία η ζωή μπορεί να κρύβει δυσκολίες και πίκρες, αλλά πάντα πρέπει να υπάρχει η ελπίδα για να προσδώσει χαρά στον άνθρωπο.

Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι
η αχτίδα της το δάκρυ μου το βρήκε ωσάν πετράδι!
Ο ποιητής διαμέσου της σαγηνευτικής αυτής εικόνας μας πλημμυρίζει με μία τρυφερότητα, καθώς προσεγγίζει την ανθρώπινη υπόσταση με όλο τον σεβασμό που της αρμόζει, βλέποντας το δάκρυ, το οποίο είναι προϊόν πόνου σαν πολύτιμο πετράδι.

Βιβλιογραφία:
Πολίτης, Λ. (2009). Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Vitti, M.  (2008). Iστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Οδυσσέας
Μιράσγεζη, Μ.(1982). Νεοελληνική Λογοτεχνία. Αθήνα

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Μαύρη επέτειος για τον ελληνισμό η 20η Ιουλίου του 1974

Πένθιμες καμπάνες ηχούν για τη μαύρη ημέρα μνήμης του ελληνισμού! Τουρκικά στρατεύματα με την κωδική ονομασία «Αττίλας» εισβάλλουν στην Κύπρο, δίχως προειδοποίηση ξημερώματα της 20ης Ιουλίου του 1974, ως δήθεν εξυγιαντές και προφασιζόμενοι την αποκατάσταση της ομαλότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία είχε διαταραχτεί από τη Χούντα των Αθηνών του Ιωαννίδη στις 15 Ιουλίου. Η προδοτική στάση της Ελλάδας στο άκουσμα της τουρκικής εισβολής αποτελεί ντροπή για τον ελληνισμό. Από την άλλη η υπέρ βωμών και εστιών αντίσταση των Κυπρίων δεικνύει ως λαμπρό παράδειγμα ηρωισμού και γνήσιου πατριωτισμού. Σήμερα ο αναβρασμός που επικρατεί στην Τουρκία μόνον θετική εξέλιξη δεν είναι, καθιστώντας την εθνική ομοψυχία, ενότητα και ετοιμότητα μονόδρομο για το έθνος μας!

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Η Ομαδοσυνεργατική μέθοδος διδασκαλίας στη σύγχρονη εκπαίδευση


Ομαδοσυνεργατική διδασκαλία καλείται η διδασκαλία κατά την οποία οι μαθητές χωρισμένοι σε μικρές ομάδες συνεργάζονται δυναμικά μεταξύ τους για την εκτέλεση μέρους ή όλων των διδακτικών και των μαθησιακών δραστηριοτήτων.
Η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία  εξελισσόμενη στα τέλη του 20ου αιώνα σε παιδαγωγικό και διδακτικό κίνημα, στηριγμένη σε στέρεες θεωρητικές θέσεις και συγκεκριμένες πρακτικές, κατέχει αξιόλογη θέση στη σύγχρονη διδακτική. Το μαθητικό δυναμικό μιας τάξης ενδείκνυται να οργανωθεί σύμφωνα με εταιρικό σχηματισμό ή ομαδικό σχηματισμό. Εταιρικά λέγονται τα δυαδικά σχήματα ατόμων και έχουν τη βάση τους στο σύστημα της αμφίδρομης, της διπολικής  επικοινωνίας, ενώ ομαδικά σχήματα ορίζονται οι σχηματισμοί ομάδων με άνω των δύο μαθητών, έχοντας κοινούς στόχους και σχέσεις αλληλεπικοινωνίας, διαμέσου συγκεκριμένων κανόνων (Ματσαγγούρας, 2004).
Όπως παρατίθεται και στο βιβλίο Θεωρία και Πράξη της Διδασκαλίας του Ματσαγγούρα (2004) τα εταιρικά σχήματα χωρίζονται σε «ανομοιογενείς συνεργατικές δυάδες»  και σε «ομοιογενείς συνεργατικές δυάδες». Η πρώτη κατά σειρά κατηγορία επιτάσσει τον συγκερασμό μιας δυαδικής ομάδας, αποτελούμενης από ένα καλό - συνεπή μαθητή και έναν λιγότερο καλό – συνεπή μαθητή. Έρευνες έχουν δείξει ότι εφόσον η γνωστική απόσταση μεταξύ των δύο μαθητών δεν είναι μεγάλη, ο αδύναμος μαθητής διατυπώνει με μεγαλύτερη ευκαιρία ερωτήσεις, χωρίς να φοβάται τον ψόγο και υποβοηθιέται από τον συμμαθητή του, ως προς την καλυτέρευση των επιδόσεών του. Αυτό γίνεται αντιληπτό αν σκεφτούμε, πώς επιδρά η δασκαλο - μαθητική σχέση, κατά την οποία ο μαθητής δεν ντρέπεται να πραγματοποιήσει ερωτήσεις. Από την άλλη έχουμε τις «ομοιογενείς συνεργατικές δυάδες», οι οποίες αποτελούνται από μαθητές ισότιμους - ομοιογενείς (με το ίδιο επίπεδο γνώσεων πάνω κάτω), έχοντας στόχο τη συνεργασία και την εκμάθηση πληροφοριών και την επίλυση προβληματικών καταστάσεων. Το σκεπτικό αυτό έχει τις απαρχές του στην φιλοσοφία του Piaget, που διατύπωσε σύμφωνα με τον Ματσαγγούρα το εξής: «Η συνεργασία οδηγεί σε συγκρούσεις, που συνεπάγονται  αναθεώρηση των αρχικών απλών σχημάτων και τον σχηματισμό ανώτερων». Εδώ παραθέτουμε το πόρισμα σύγχρονης έρευνας που αναφέρει ότι τα ομαδοσυνεργατικά σχήματα αποτελούν εναλλακτικές μορφές διδασκαλίας που  ωθούν προς μια ουσιαστικοποίηση του διδακτικού προσανατολισμού του καινοτόμου σχολείου, προσφέροντας ασφαλές πλαίσιο για την κοινωνικογνωστική ανάταση του μαθητή.
Η οργάνωση των μαθητών σε ομάδες συνιστά μία απαιτητική διαδικασία, η οποία προϋποθέτει κατάλληλη γνώση των προσωπικών ιδιαιτεροτήτων, καθώς και της γνωστικής αφομοίωσης εννοιών του κάθε μαθητή από τον εκπαιδευτικό. Κάποιοι εξίσου σημαντικοί παράγοντες που οφείλεται να λαμβάνονται υπόψη από τον δάσκαλο και τονίζονται από τον Κανάκη (1987) είναι τα εποπτικά μέσα, οι στόχοι, τα ενδιαφέροντα και ο προσδιορισμός των αναγκών των μαθητών. Έχει υπερισχύσει η άποψη, ότι ο χωρισμός των μαθητών σε ομάδες είτε  ομοιογενείς είτε ανομοιογενείς δεν παίζει τόσο ζωτικής σημασίας ρόλο (Κανάκης, 2006). Τα κριτήρια ως προς το χωρισμό είναι ασταθή και ορίζονται από την γνώση και την εμπειρία του δασκάλου. Εκεί που πρέπει να δοθεί προτεραιότητα είναι στις μεταβλητές, τις οποίες θα κάνει χρήση ο δάσκαλος, άσχετα με το αν έχουμε να κάνουμε με ομοιογενείς ή ανομοιογενείς ομάδες. Μεταβλητές θα μπορούσαν να θεωρηθούν το επίπεδο  μόρφωσης των μαθητών, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειές τους προς τα παιδιά με τα οποία θα κληθούν να συνεργαστούν, η αντιληπτική τους ικανότητα. Σε πρώτο επίπεδο η αίρεση των μαθητών προς συνεργασία με άτομα τα οποία οι ίδιοι επιλέγουν θα αποτελούσε ορθή λύση. Εν συνεχεία σε περίπτωση που προκύψουν δυσλειτουργίες στην συνεργασία των ομάδων των μαθητών, ο δάσκαλος, όπου κρίνει αυτός σκόπιμο, ανάλογα με τις διαφορές στην επίδοση ατόμων και ομάδων, συμπάθειες και αντιπάθειες να έχει παρεμβατικό ρόλο και να προβαίνει στον ορθό επαναχωρισμό τους. Σχετικές έρευνες τα τελευταία πενήντα έτη καταδεικνύουν ότι καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται με τις μεταβλητές ομάδες (δηλαδή αυτές των οποίων η σύνθεση δε μένει συνέχεια σταθερή), είτε αυτές είναι ομοιογενείς είτε όχι. (Κανάκης, 2006).
Μπορεί όμως και οι ομοιογενείς ως προς την επίδοση ομάδες  να είναι περισσότερο αποτελεσματικές κατά την επανορθωτική  διδασκαλία που ακολουθεί ένα κριτήριο αξιολόγησης. Ο δάσκαλος μπορεί να ομαδοποιήσει  τους μαθητές του σε ομοιογενείς ομάδες, ανάλογα με τα κενά που παρουσιάζουν, έτσι ώστε  να τους βοηθήσει πιο αποτελεσματικά. Πάντως, έχει βρεθεί ότι οι ανομοιογενείς ως προς την επίδοση ομάδες που συγκροτούνται με γνώμονα τις συμπάθειες μεταξύ των μαθητών ωφελούν περισσότερο τους αδύνατους μαθητές, χωρίς να παραβλάπτουν τις επιδόσεις των καλών μαθητών (Κανάκης 1987).        
Με την Ομαδοσυνεργατική Διδασκαλία δημιουργείται το  κατάλληλο πλαίσιο για ένα ευαγές ψυχολογικό κλίμα, το οποίο οδηγεί αναπόφευκτα στη μείωση των επιπέδων σχολικού άγχους αλλά και του φόβου της αποτυχίας των μαθητών, καθιστώντας τους πιο σίγουρους για τους εαυτούς τους (Κοσσυβάκη 2006). Οι τάξεις παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό συνεκτικότητας και οι μαθητές αισθάνονται την αποδοχή του δασκάλου τους και των συμμαθητών τους,  την ελευθερία παρουσίασης των σκέψεών τους και ότι με την πάροδο του χρόνου γίνονται περισσότερο ανεξάρτητοι και υπεύθυνοι.
Η μέθοδος της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας στην εκπαίδευση θα μπορούσε να βρει τον ρόλο της σε ένα σύγχρονο και καινοτόμο σχολείο, το οποίο ενδιαφέρεται για την ισόρροπη και ολοκληρωμένη ανάπτυξη των μαθητικών ικανοτήτων.

Βιβλιογραφία:
Κανάκης, Ι. (1987). Διδασκαλία-Μάθηση με ομάδες. Αθήνα.
Κανάκης, Ι. ( 2006). Η Οργάνωση της Διδασκαλίας-μάθησης με ομάδες εργασίας: θεωρητική θεμελίωση και πρακτική εφαρμογή. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Κοσσυβάκη, Φ. (2006). Κριτική Επικοινωνιακή Διδασκαλία - Κριτική προσέγγιση της Διδακτικής Πράξης. Αθήνα: Gutenberg.
Ματσαγγούρας, Η. (2004). Ομαδοσυνεργατική Διδασκαλία και μάθηση, Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρης.


Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Προτεινόμενες προσεγγίσεις για τη διδακτική αξιοποίηση της Λογοτεχνίας στο πλαίσιο της τάξης


Η αξιακή  ποιότητα της Λογοτεχνίας έγκειται στο γεγονός, ότι ασκεί καθοριστική επιρροή στη τρυφερή παιδική ηλικία των μαθητών, προσφέροντας τα απαραίτητα εφόδια για πολύπλευρη ανάπλαση της προσωπικότητας, κώδικα αξιών, κριτικό αναστοχασμό, σκεπτική αλληλουχία, πολιτισμική και πολιτιστική συνείδηση.
Η παραγωγική της προσφορά στο μαθητή είναι αναντίλεκτη, όμως ποιος είναι ο ορθός τρόπος διδασκαλίας αυτής;  Πως ο καθηγητής θα φέρει το νέο διαμέσoυ αυτής  σε στενή επαφή με τα πνευματικά δημιουργήματα και την ανθρώπινη πορεία στο διάβα των χρόνων, έτσι ώστε να αποκτά βιωματικές εμπειρίες εμμέσως, να διαπιστώνει και κατασκευάζει κρίσεις, υποθέσεις, σκεπτική αλληλουχία; 
Η συνδιαλογή του νέου με το Βιβλίο είθισται να είναι τυπική μένοντας σε αναγνωστικό επίπεδο και για αυτή την κατάσταση έχει καθοριστικές ευθύνες η εκπαιδευτική στόχευση σε συνάρτηση με την αδιαφορία των εκπαιδευτικών. Τουναντίον απαιτείται μία σχέση παραγωγική μεταξύ παιδιού - Βιβλίου, περνώντας στο επίπεδο της προσωπικής δημιουργίας, όπου ο νέος δύναται να αναπνεύσει ανθρωπιά, και εν τέλει να επανδρωθεί με «ηθικοπνευματική αρματωσιά». Για να φτάσουμε ,όμως, σε αυτό το αποτέλεσμα απαιτείται ο δάσκαλος- καθηγητής να πλησιάσει το λογοτεχνικό κείμενο με συνδυαστικό τρόπο, τόσο μέσω των ερμηνευτικών προσεγγίσεων, όσο και των υποκειμενικών - ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων. Σύμφωνα με τον Πολίτη (2015): «Τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις ενδιαφέρουν η φύση και οι δυνατότητες της ανάγνωσης ως ερμηνείας, ενώ οι υποκειμενικές-ψυχαναλυτικές δίνουν προτεραιότητα στο ατομικό και στο ιδιότυπο της αναγνωστικής εμπειρίας». Ο μαθητής αρχικά θα πρέπει να αγαπήσει την ανάγνωση και εν συνεχεία να αποκτήσει μία προσωπική αναγνωστική εμπειρία. Για να γίνει πράξη αυτό, ο καθηγητής οφείλει να προσεγγίσει το λογοτεχνικό κείμενο στην τάξη με βάση τις υποκειμενικές - ψυχαναλυτικές θεάσεις. Ο μαθητής τοιουτοτρόπως προσπαθεί, καθοδηγούμενος πάντα από τον καθηγητή- επόπτη, να αντιληφθεί με τον δικό του μοναδικό τρόπο την ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου και να βγάλει τα προσωπικά του συμπεράσματα, χωρίς να επηρεάζεται από τη νόρμα. Η ψυχαναλυτική - υποκειμενική αναγνωστική θεωρία ταυτίζεται με τις σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες μάθησης που βλέπουν το δάσκαλο συνεργάτη του μαθητή  και το μαθητή συνδημιουργό της γνώσης. Ωστόσο, αυτό  προϋποθέτει και μία σχετική αναγνωστική εμπειρία, να έχει έρθει σε επαφή με ένα όγκο λογοτεχνικής παραγωγής για να μπορέσει να διατυπώσει προσωπικές γνώμες για ένα κείμενο. Εδώ έρχεται σε βοηθητικό επίπεδο η ερμηνευτική προσέγγιση, με στόχευση να διαπλάσει και να διαμορφώσει αναγνωστική κουλτούρα, εφόσον εστιάζει στη φύση και στις δυνατότητες της ανάγνωσης ως ερμηνεία, σε ένα κοινό πλαίσιο, το οποίο έχει ήδη διαμορφωθεί και δεν αλλάζει. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο, τον σταθερό θεμέλιο λίθο που προκύπτει από την ερμηνευτική προσέγγιση του λογοτεχνήματος, ο καθηγητής θα πρέπει να συνεπικουρήσει στη δημιουργία και μιας προσωπικής από το μαθητή στοχευμένης ερμηνείας. Η καλλιέργεια της οποίας θα επιτευχθεί, με την θέαση του αναγνώστη ως αναδημιουργού, όπως έχει επισημάνει ο Ηοlland (2000). Στόχο κυρίαρχο, ωστόσο, αποτελεί η αγνή αγάπη του νέου για το βιβλίο, η προσωπική συναισθηματική συνδιαλογή του αναγνώστη-μαθητή με το κείμενο. Αυτή η στόχευση επιτυγχάνεται με την αισθητική ανάγνωση των λογοτεχνικών κειμένων από τους μαθητές. Ο μαθητής αποκτά βιωματικές εμπειρίες, χωρίς να είναι κυρίαρχες πάνω στο τρόπο αντίληψής του. Το απότοκο είναι μία ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη, το οποίο θεωρείται και ζητούμενο (Πολίτης, 2015).  

Συμπερασματικά, διατεινόμαστε ότι και οι δύο προαναφερθείσες τεχνικές προσέγγισης ως διδακτικές μέθοδοι είναι εξίσου σημαντικές, ως προς τη δημιουργία ενός μαθητή-αναγνώστη με αναπτυγμένη την κριτική ικανότητα και την απρόσκοπτη «ερωτική» επικοινωνία με το λογοτεχνικό δημιούργημα.

Βιβλιογραφία

Πολίτης, Δ. (2015). Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Τμήμα Παιδαγωγικών Σπουδών, σημειώσεις του μεταπτυχιακού μαθήματος (544): Θεωρία και Κριτική της λογοτεχνίας. Κύπρος: Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

Holland, N. (2000). Η ανθρώπινη ταυτότητα. Στο Λεοντσίνη, Μ. (επιμ.) Όψεις της ανάγνωσης. Αθήνα: νήσος.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Η παιδική Λογοτεχνία ιδωμένη ως ο προπομπός μιας κοινωνίας οραματιστών




Η παιδική λογοτεχνία είναι το σύνολο λογοτεχνικών αφηγηματικών μυθιστορηματικών ιστοριών με εικονογράφηση τις πλείστες των περιπτώσεων, σε μορφή πεζή είτε ποιητική, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέσα στη τάξη. Η παιδική λογοτεχνία έχει την προσωπική της αυτονομία, το δικό της ύφος, μέσα στον ευρύτερο χώρο της Εθνικής λογοτεχνίας. Ο Αναγνωστόπουλος και  Δελώνης (1984) ορίζουν την Παιδική λογοτεχνία ως «το σύνολο των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, που έχουν σκοπό να προσφέρουν στο παιδί τη χαρά, τον παλμό της ζωής, την αισθητική απόλαυση και παράλληλα να υποβάλλουν αρχές και μηνύματα με ανθρωποπλαστικό χαρακτήρα». Η αξιακή της ποιότητα έγκειται στο γεγονός, ότι ασκεί καθοριστική επιρροή στην τρυφερή παιδική ηλικία. Δίνεται στα παιδιά η ευκαιρία μέσω της διδασκαλίας της Παιδικής Λογοτεχνίας στο σχολείο να αντιληφθούν βιωματικά έννοιες, όπως  Όραμα, Δικαιοσύνη, Ευημερία, Ελευθερία, Ειρήνη, Αγάπη, αρετές οι οποίες φωτίζουν έναν κόσμο χωρίς φως, δίνουν πνοή σε ένα κόσμο που απουσιάζει ο καθαρός αέρας, ποτίζουν με ανθρωπιά έναν κόσμο αποκαρδιωμένο, κοσμούν την ανθρώπινη υπόσταση, προσδίδοντάς οικουμενική συνείδηση.
Η παιδική λογοτεχνία ως αντικείμενο πρεσβεύει την αρχή, ότι το διάβασμα πρέπει να διέπεται από ευχαρίστηση και όχι από καταπίεση για το νεαρό μαθητή. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού είναι τα σημαντικότερα ως προς την διαμόρφωση της γλωσσοπλαστικής ικανότητας και σκέψης του. Απαιτούνται, λοιπόν, απλοί χειρισμοί της γλώσσας, ώστε το παιδί να μπορεί να συλλάβει εύκολα και όσο το δυνατόν άκοπα τη δυνατότητα του «διαλέγειν» και «διαλέγεσθαι». Παιδαγωγοί και παιδοψυχολόγοι τεκμαίρονται ότι το άκουσμα ιστοριών παιδικής λογοτεχνίας συναρπάζει τα παιδιά και κάνει την μάθηση πιο ζωντανή, καθόλου ανιαρή, και ως εκ τούτου αποτελεσματικότερη. Αυτή η μαγεία που κρύβει η παιδική λογοτεχνία, εκκινεί το ενδιαφέρον των παιδιών. Σίγουρα ,όμως, κυρίαρχο ρόλο παίζει η διδακτική προσέγγιση από τον εκπαιδευτικό. Δηλαδή ο δάσκαλος είναι το υποκείμενο που καλείται να μεταλαμπαδεύσει την μαγεία της παιδικής λογοτεχνίας στους μαθητές και άρα αυτό έγκειται στον κατάλληλο χειρισμό αυτής της παιδευτικής διαδικασίας. Αν κατορθώσει να εμφυσήσει στα παιδιά την αγάπη για την παιδική λογοτεχνία, αυτή η λατρεία θα περάσει και μετέπειτα ως προς το μάθημα της Λογοτεχνίας σε μεγαλύτερες ηλικίες και άρα θα αποτελέσει ερέθισμα για ανάπτυξη όλων των ευεργετικών αποτόκων που επιφέρει η λογοτεχνία στον άνθρωπο, τόσο σε επίπεδο ορθής χρήσης της γλώσσας, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, με την ανάπτυξη βαθύτερων στοχασμών και συναισθημάτων, ωθώντας στη διάπλαση σωστών και φρονίμων πολιτών με αναπτυγμένη την κριτική ικανότητα. Εν συντομία ο καθοριστικός ρόλος της παιδικής λογοτεχνίας στη διαμόρφωση μιας υγιούς προσωπικότητας περνά μέσα από την διαμεσολαβητική ευχέρεια και ικανότητα των εκπαιδευτικών.

Το βιβλίο κατά την πλειονότητα των εκπαιδευτικών αποτελεί έναν πνευματικό ορίζοντα, μία ενόραση της βαθύτερης δόμησης της κοινωνίας. Εδραιώνεται διάμεσου αυτού με ευχάριστο και ψυχαγωγικό τρόπο η γνώση. Ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι διαμορφωμένες συνθήκες ζωής αποτελούν τροχοπέδη στην ενασχόληση του μαθητή με το διάβασμα βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας. Τα αίτια θα μπορούσαν να συνοψιστούν,  στη μη συγκροτημένη εκπαιδευτική πολιτική,  στην έλλειψη ελεύθερου χρόνου των παιδιών, λόγου φόρτου σχολικών και εξωσχολικών δραστηριοτήτων, στην έλλειψη ενημέρωσης, στην αδιαφορία και μη γνώση των γονέων για την προσφορά του βιβλίου στα παιδιά, στην κυριαρχία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, καθώς και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στην έλλειψη οικογενειακής παράδοσης στο θέμα του διαβάσματος λογοτεχνικών βιβλίων γενικότερα. Απαιτείται, λοιπόν, μία ειλικρινή στροφή στην ενίσχυση της παιδικής λογοτεχνίας, στο πλαίσιο της διδακτικής κοινότητας με ποικιλία επιμορφωτικών σχετικών προγραμμάτων για τους εκπαιδευτικούς με στόχο την εξοικείωσή τους  στη διδακτική προσέγγιση των μαθητών τους και μία ενθάρρυνση των νεαρών μαθητών με κίνητρα, τα οποία θα ενισχύσουν την αγάπη τους για το βιβλίο, που θα ισοδυναμεί σε μία επένδυση για ένα καλύτερο μέλλον.

Συνοψίζοντας η παιδική λογοτεχνία αποτελεί μία υπερδύναμη, την οποία ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να την εκμεταλλευτεί καταλλήλως στοχεύοντας με επιτυχία στον ψυχισμό του κάθε μαθητή, μυώντας τον στην ανάγκη να αγαπά και να διαβάζει βιβλία. Η περιδιάβαση του μαθητή πάνω στο ασφαλές και φιλόξενο μονοπάτι του παιδικού αναγνώσματος, αποτελεί το βέλτιστο δρόμο για τον μαθητή, ο οποίος θα μπορέσει να αναπτύξει  δεξιότητες όπως η ενσυναίσθηση, η διαίσθηση, η πνευματικότητά του σε υψηλά επίπεδα, στοιχειά που τον προικίζουν ως νοήμονα μελλοντικό πολίτη, ο οποίος θα έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα μιας κοινωνίας, που έχει υποψιαστεί από τα αναγνώσματά του, έχει αποκτήσει με άλλα λόγια έμμεσα εμπειρίες ζωής, τις οποίες δεν έζησε στην ουσία.  Το παιδικό βιβλίο και η επαφή του νέου με αυτό λειτουργεί προστατευτικά,  οχυρώνοντας το άτομο από τα κακώς κείμενα, αλλά και δημιουργικά, πλάθοντας το όραμα ως ενόραση και φυγή προς τα εμπρός για μία κοινωνία που πατά γερά στα πόδια της μεν, πετώντας ψηλά σε ιδέες και υγιή φρονήματα δε. Αυτή η κοινωνία οραματιστών, έχει παρόν και μέλλον!

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Πανάρετος και Ερωτόκριτος - Δύο πρωταγωνιστές διαφορετικών λογοτεχνικών έργων αλλά τόσο κοινοί μεταξύ τους



Η μεγάλη λογοτεχνική άνθιση συντελείται στην Κρήτη, όπου και πραγματοποιούνται οι κατάλληλες ζυμώσεις μεταξύ του 1571 - 1669 με έργα, που χαράχθηκαν ανεξίτηλα στην καρδιά των ανθρώπων, όπως ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου και η Ερωφίλη του Χορτάτση. Τα δύο αυτά έργα αν και διαφέρουν ως προς την ειδολογική τους κατάταξη (Ερωτόκριτος = μυθιστορία, Ερωφίλη = τραγωδία), παρουσιάζουν αρκετά κοινά σημεία ως προς την θεματική.

Ο Πανάρετος στην τραγωδία «Ερωφίλη» του Χορτάτση στο απόσπασμα (Α 1-198) παρουσιάζεται ως ένας νέος, ο οποίος έχει κυριευθεί από τον έρωτά του για την κόρη. Αντιλαμβανόμαστε από τα λόγια του φίλου του Καρποφόρου, ότι ο κεντρικός ήρωας της τραγωδίας έχει κερδίσει μεγάλη δόξα και τιμές από την εργατικότητά του και αυτό το καταδεικνύει και το όνομα του (Πανάρετος = αυτός που είναι εφοδιασμένος με όλες τις αρετές). Γνωρίζει ότι ο διακαής του πόθος εγκυμονεί κίνδυνο για τη ζωή του και διστάζει ακόμη και στον φίλο του Καρποφόρο να εκμυστηρευτεί τον μυστικό του έρωτα. Η αποκάλυψη έρχεται σταδιακά, όταν και παραδέχεται στον Καρποφόρο τον αγιάτρευτο έρωτά του για την Ερωφίλη. Η φιλία παρουσιάζεται σαν μία από τις μεγαλύτερες αξίες της εποχής, στην οποία δύναται να βρει καταφύγιο ο κάθε λογής χτυπημένος από τις κακοτοπιές της ζωής.  Ο καλός του φίλος ξαφνιάζεται, γνωρίζοντας τη μη δυνατότητα πραγματοποίησης της επιθυμίας του. Ο λόγος του φαίνεται προφητικός, καθώς γνωρίζουμε τη δυστυχή κατάληξη του ήρωα και της αγαπημένης του. Ωστόσο, είναι πρόθυμος να σταθεί παραστάτης στην απόφαση του Πανάρετου, να διεκδικήσει δηλαδή την αγαπημένη του, παροτρύνοντάς τον να της εκδηλώσει τα συναισθήματά του. Κάνει λόγο ακόμη για την άσβηστη φλόγα της ερωτικής έλξης, η οποία όταν γεννάται κατά την παιδική ηλικία, δε δύναται να σβήσει.

Ο Ερωτόκριτος στην μυθιστορία του Βιτσέντζου Κορνάρου στο χωρίο (Α 147-346) φανερώνει χωρίς περιστροφές τον ατέρμονο έρωτά του για την Αρετούσα στον φίλο του Πολύδωρο. Κυριευμένος και καθολικά τυφλωμένος από τον πόθο του δεν διστάζει να φτάσει έως και στον θάνατο για την αγαπημένη του νεαρή.  Στο άκουσμα της είδησης ο Πολύδωρος προσπαθεί να τον συνετίσει, αποκαλώντας τον ριψοκίνδυνο και κουζουλό. Ο νεαρός, όμως, πρωταγωνιστής είναι διατεθειμένος να πράξει τα πάντα για την επιτέλεση της σύζευξης με την Αρετούσα, αδιαφορώντας για οποιονδήποτε ανασταλτικό παράγοντα. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε, ότι η δυσκολία της εκπλήρωσης του έρωτα του νεαρού με την όμορφη κόρη, έγκειται στη διαφορά κοινωνικής κάστας των δύο. (Ερωτόκριτος = χαμηλής κοινωνικής καταγωγής, Αρετούσα = βασιλικής καταγωγής). Το ίδιο θεματικό μοτίβο παρατηρούμε και στο έργο «Ερωφίλη» μεταξύ των δύο ερωτευμένων προσώπων. Τόσο ο Ερωτόκριτος, όσο και ο Πανάρετος θεωρούν τους εαυτούς τους, θύματα του πόθου και της άσβεστης ερωτικής επιθυμίας τους. Δεν μπορούν να ακούσουν τη φωνή της λογικής, γιατί έχει κατασκεπαστεί από τη δύναμη του θυμικού τους. Η ανεκπλήρωτη έκβαση της ερωτικής τους υπόθεσης ισοδυναμεί με θάνατο. 

Συμπερασματικά καταλήγουμε στο ότι τα δύο κεντρικά πρόσωπα των έργων (Ερωτόκριτος και Πανάρετος) ταυτίζονται αν όχι απόλυτα, σίγουρα σε μεγάλο βαθμό, στοιχείο που ενδυναμώνει την πεποίθηση, ότι ο Κορνάρος επηρεάστηκε από το έργο του Χορτάτση «Ερωφίλη», ως προς την παρουσίαση των μύχιων σκέψεων του κεντρικού ήρωα. Και στα δύο έργα αποτυπώνεται με ενάργεια η ατιθάσευτη ισχύ, που ασκεί ο έρωτας στους κεντρικούς ήρωες. Σύμφωνα με τον Mario Vitti (2003): «Aν πραγματικά ο Κορνάρος έζησε τα ίδια χρόνια με τον Χορτάτση στον Χάνδακα, μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα διάλογο ανάμεσα στους δύο ποιητές».

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Δε βαριέσαι…πειράζει και μάλιστα ανεπανόρθωτα πολύ!


                       

Μία ωραία πρωία αποφασίστηκε η κατάργηση της διδασκαλίας του μαθήματος Περικλέους «Επιτάφιος». Και είπαμε: «Δε βαριέσαι, τι πειράζει;» Αυτό το υπέροχο μήνυμα ότι θα πρέπει να βασιζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις και να μη στεκόμαστε μόνον στα επιτεύγματα των προγόνων μας, ποιος δάσκαλος δύναται να το διδάξει, αν αυτό δε γίνει βιωματικά διαμέσου του συγκεκριμένου μαθήματος; Ακολούθησε η ιστορική διαστρέβλωση με δήλωση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων για εθνοκάθαρση του Ποντιακού ελληνισμού. Και είπαμε: «Δε βαριέσαι, τι πειράζει;»  Πολιτικά χείλη χαρακτήρισαν τα Σκόπια ως Μακεδονία και πάλι σιγοψιθυρίσαμε  «Δε βαριέσαι, τι πειράζει;» Προτείνουν τη κατάργηση των Θρησκευτικών, της πρωινής προσευχής στα σχολεία,  των Εθνικών μας παρελάσεων και πάλι η ίδια αμήχανη αντίδραση: «Δε βαριέσαι, τι πειράζει;» Ακολουθεί η πρόταση για κατάργηση του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο και όλα καλά: «Δε βαριέσαι, τι πειράζει;»   
Νους υγιής εν σώματι υγιεί, ευ αγωνίζεσθαι, κύκνειον άσμα, τα παιδία παίζει, γνώθι  σαυτόν, έπεα πτερόεντα, ευ ζην, μολών λαβέ, από μηχανής θεός, γόρδιος δεσμός, το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού, μη μου άπτου, καινά δαιμόνια, πάση θυσία, αποτελούν μερικές από τις αρχαίες φράσεις, οι οποίες έχουν διασωθεί και έχουν ενσωματωθεί στη νεοελληνική γλώσσα. Είναι πραγματικά ανατριχιαστικά αξιοθαύμαστο το δέος που μας προκαλεί η σκέψη, ότι λέξεις σαν και αυτές, πέρασαν από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα, από τους αρχαίους προγόνους μας,  μένοντας άφθαρτες ανά τους χρόνους και χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα.
Αν σκεφτούμε ότι η πληθώρα των λέξεων της νεοελληνικής γλώσσας έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική γλώσσα, είναι εύλογο να συνειδητοποιήσουμε την αξία που έχει η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στους μαθητές. Μέσω της διδαχής των αρχαίων ελληνικών κατανοούν οι μαθητές τη γλωσσική συνάφεια των δύο γλωσσών και αποκτούν μία πληρέστερη εικόνα για την τωρινή γλώσσα που ομιλούν. Αδιαπραγμάτευτη πρέπει να θεωρείται η μελέτη και η εξοικείωση μας με το παρελθόν μας γιατί, μόνον γνωρίζοντας την αρχαία ελληνική, γινόμαστε σωστοί χρήστες της νεοελληνικής, χωρίς να την «κακοποιούμε» Συν τοις άλλοις, ο εκπολιτισμός της Δύσης τελεσφόρησε χάρις στο υπόστρωμα που προσέφερε απλόχερα ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός με την ανάδειξη του ανθρώπινου στοιχείου ως το πολυτιμότερο διαμάντι. Οι Δυτικοί τουλάχιστον εκτίμησαν την αρχαιοελληνική προσφορά, τα αρχαιοελληνικά διδάγματα και διδάσκουν το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών στα σχολεία των χωρών τους ως έναν ελάχιστο φόρο τιμής σε αυτή την προσφορά. Και όχι μόνον αυτό, αλλά σε πολλά μαθαίνουν να ομιλούν και την αρχαιοελληνική γλώσσα.
Από την άλλη εμείς είμαστε δήθεν προοδευτικοί, «Ελληναράδες» κατ’ άλλα, εμποτισμένοι με περίσσεια ξιπασιά μεν, χωρίς κανένα ίχνος αυτοκριτικής δε.. Δε βαριέσαι, όμως, τι πειράζει που θα ξεκοπούμε από τις παραδόσεις μας, που θα ασπαστούμε έναν μηδενισμό στις αξίες μας, στα πιστεύω μας, στα ήθη μας; Με τι μαγιά θα συνεχίσει να πορεύεται η πατρίδα μας; Θα παραδώσουμε τίποτε όρθιο στις επόμενες γενιές, αν φυσικά υφιστάμεθα ως κράτος; Λησμονήσαμε τα λόγια του νομπελίστα ποιητή μας Σεφέρη: «Σβήνοντας ένα κοµµάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κοµµάτι από το μέλλον».

Η καθοδική πορεία της χώρας μας ολοφάνερη, δεν δύναται να κρυφτεί, ούτε να ωραιοποιηθεί πίσω από λόγια πομπώδους ρητορικής. Η ιστορική μας συνέχεια και η ελληνική συνείδηση καλύπτει τρεις χιλιετηρίδες, γεγονός το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο λαμπρά θαύματα στην ιστορία της οικουμένης. Δυστυχώς, αυτό το θαύμα υποδαυλίζεται και μάλιστα εκ των έσω.  Αυτός είναι ο σεβασμός στην ιστορία μας! Αλλά δε βαριέσαι…πειράζει και μάλιστα ανεπανόρθωτα πολύ!

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Λογισμοί στο φως της Παιδείας


Ο αείμνηστος Ευρωπαίος παδαγωγός  Ζαν Ζακ Ρουσσώ, στο πολυδιαβασμένο του βιβλίο με τίτλο «Ο Αιμίλιος»,  μέσα από  τη φράση του «Ο Ίκαρος  έκαψε τα φτερά του στον  Ήλιο μα δεν πέθανε. Είδε το φως του κι έγινε αθάνατος. Γίνου κι εσύ το φως της Παιδείας», δίνει την πιο ωραία συμβουλή για κάθε εποχή: Στο  φως της Παιδείας υπάρχει το μυστικό της αθανασίας του ανθρώπου.    
        Η Παιδεία  ελευθερώνει τον άνθρωπο, του δείχνει τον δρόμο της ηθικής του υπεροχής, τον προτρέπει στην ορθή εκτίμηση των δυνατοτήτων του, του διδάσκει  τα ιδανικά  της Δημοκρατίας,  τον φέρνει κοντά στον Θεό, τον ετοιμάζει για την αιωνιότητα και τον συναδελφώνει με όλους τους ανθρώπους. Κεραυνοβολεί τους συκοφάντες που στην πατρίδα μας αφθονούν κι αποτελούν τη μόνιμη πληγή του δημόσιου και ιδιωτικού βίου της χώρας μας.
          Οι αδίστακτοι σκοταδιστές δεν έχουν φτερά να υψωθούν. Κρυφοκοιτάζουν τη σκιά. Όσοι αγαπούν την Παιδεία δεν είναι σκιά, αποστασιοποιούνται από τα ζιζάνια που φυτρώνουν με σπόρους της Δύσης, τους δήθεν νεωτεριστές, που εισάγουν από τη Δύση «κοινά δαιμόνια» και  διαφθείρουν τους νέους της σημερινής κι αυριανής Ελλάδας. Περνάει κρίση η γλώσσα μας, το έθνος μας, και η Ορθοδοξία μας. Η αιδώς, η δίκη, η δικαιοσύνη, κυνηγημένες άλλαξαν στρατόπεδο.
         Η Ελληνική Παιδεία είναι προορισμένη να έχει την αρετή στο στόχαστρο της πορείας της. Κι όσοι βαδίζουν τον δρόμο αυτό , μόνο αυτοί θα φωτιστούν από το φως της και θα υψωθούν πάνω από τα κοινά της ανθρώπινης μοίρας. Η αρετή έχει μέσα της τον σπόρο της αιωνιότητας. Είναι μακρύς και τραχύς, αλλά ωραίος ο δρόμος για αυτούς που υπόσχονται να ενσταλάξουν στις ψυχές των παιδιών την πνοή του αιώνιου. Κι αυτοί δεν είναι άλλοι  από τους  δασκάλους μας, που έχουν πάντοτε  στο νου τους ότι αγωνίζονται για τον άνθρωπο, τον υπέροχο αυτόν ήρωα, που στην αδυναμία του να σταθεί όρθιος, πλάι στον Θεό, χρειάζεται βοήθεια, που προσφέρεται μόνο από εκείνους που λούζονται στο φως της Παιδείας. Χρέος τιμής σε αυτούς που διακονούν στην Παιδεία, την κοινωνία, την Εκκλησία.
           Διερωτήθηκε, όμως, κανένας σήμερα, γιατί το σύμβολο της Ελληνικής Παιδείας, η Θεά Αθηνά,  κρατάει δόρυ και φοράει κράνος;  Όπως είναι γνωστό, πρώτη αρετή για τους αρχαίους Έλληνες ήταν η ανδρεία, γιατί χωρίς αυτή δε θα είχαν ελευθερία. Το Πνεύμα (ο Λόγος), που συμβολίζει η Αθηνά, αναπνέει ελευθερία για να ανδρωθεί καθώς και η ελευθερία αναπνέει ανδρεία για να υπάρχει. Οι τρεις αυτές μεγάλες αξίες, Πνεύμα -Ελευθερία - Ανδρεία , αποτελούν αδιαίρετη τριάδα για την Ελληνική Παιδεία, όπως η ζωή, το φως και ο ήλιος για την Ελλάδα. Μια Αθηνά χωρίς δόρυ και κράνος θα συμβόλιζε έναν λαό με πνευματικές αξίες, που όμως, χωρίς την αρετή της ανδρείας, δε θα μπορούσε ο λαός να επιβιώσει στο φυσικό περιβάλλον του. Αν δεν μπορεί ο λαός να αντιτάξει βία στη βία, είναι καταδικασμένος να πεθάνει.
       Παρά ταύτα , η Παιδεία διαθέτει δύο ακατάλυτες θεσμικές δυνάμεις: τον παιδαγωγικό και τον  πολιτικό λόγο. Αυτές εκφράζουν  το « δέον  γενέσθαι», που για τον παιδαγωγικό λόγο είναι το κοινό συμφέρον των νέων , ενώ για τον πολιτικό λόγο είναι το κοινό συμφέρον των πολιτών. Η Παιδεία με τις δύο αυτές δυνάμεις είναι σε θέση να συμβιβάζει το παρελθόν και το μέλλον σε ένα καλοβίωτο κι ευκολοβίωτο παρόν.  
       Η πλειονότητα των  Ευρωπαίων  αμφισβητεί  την κυριότητα του πολιτισμού μας με τη δικαιολογία ότι αυτός είναι κοινό κτήμα όλων των πολιτισμένων εθνών. Εμείς ως Έλληνες, έχουμε το δικαίωμα και το καθήκον στο φως της Παιδείας να διεκδικούμε την κυριότητα του ελληνικού πολιτισμού και την ιστορική συνέχεια του ελληνικού λαού, προβάλλοντας την ενότητα της αρχαίας  με τη μεσαιωνική και νεότερη ιστορία του.

          Η πατρίδα μας,  δεν έχει άλλον τρόπο να επιβιώσει και να αμυνθεί για την εθνική της αξιοπρέπεια, εκτός από τη μόρφωση του λαού, την εθνική ομοψυχία, την ενεργοποίηση της πνευματικής αρετής και της ελληνορθόδοξης παράδοσης, με τον αέρα της πολιτιστικής υπερδύναμης, που είναι η Ελλάδα  για την Ευρώπη και την ανθρωπότητα. Και δεν πρέπει να λησμονούμε σε καμιά περίπτωση ότι η Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι η παιδαγωγός της οικουμένης. 

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης από τα παλιά




Αν όλα ήταν αλλιώς, αν ο κόσμος ήταν σπαρμένος με ροδοπέταλα, αν η άνοιξη δεν έκρυβε χειμώνες με χειμωνανθούς, αν γνωρίζαμε να προβλέπουμε το μέλλον και να αποφεύγουμε δυσχερείς καταστάσεις, αν ο κατατρεγμένος είχε στέγη, μία φωλιά για να κουρνιάσει και να αναπαυτεί από τις ταλαιπωρίες που του χάρισε σαν κατάρα η μοίρα του, αν όλοι οι άνθρωποι είχαν τις ίδιες ευκαιρίες στην παιδεία, γνώση, εκπαίδευση, ίσως να είχε άλλη όψη ο κόσμος μας. Αλλά, είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε ο κόσμος μας να ήταν διαφορετικός, ιδεατός, ή μας αρέσει έστω και από συνήθεια, από εγωισμό, από μοιρολατρία να βιώνουμε τις διαμορφωμένες καταστάσεις; Μήπως από πολέμιοι των δεινών της ανθρωπότητας καταλήξαμε ερωτευμένοι με αυτά και τα αποδεχτήκαμε με βουλιμία;  Όλοι μας επιθυμούμε, τουλάχιστον η πλειονότητα, έναν δίκαιο βίο, μέχρι εκεί όμως, που δεν καταπατούνται και δε θίγονται τα κεκτημένα μας, μέχρι εκεί, όπου η ευτυχία των άλλων δεν ξεπερνά τη δική μας, μέχρι το σημείο που όλοι ποθήσαμε τις ίσες ευκαιρίες αλλά προτιμήσαμε τις άνισες, όταν αντικρίσαμε τον ματαιόδοξο κίνδυνο να απειλούνται τα συμφέροντά μας από τα αδύναμα οικονομικά στρώματα, από τους μετανάστες, από πλειονότητες στα όρια της φτώχειας και κάτω από αυτές που αποζητούν μία έντιμη κι αξιοπρεπή ζωή, όντας ακόλουθοι της απληστίας και της καταναλωτικής μανίας μας, αρνηθήκαμε έναν δίκαιο βίο.
«Πολιτεία που δεν έχει ως βάση την παιδεία είναι σαν οικοδομή πάνω στην άμμο» (Αδαμάντιος Κοραής). Η αναζήτηση μιας εφαρμοσμένης με όραμα και σαφές περιεχόμενο εκπαιδευτικής πολιτικής, χωρίς εντούτοις να αποστρέφεται τη φαντασία και τη δημιουργικότητα του εκπαιδευτικού, είναι το ζητούμενο για την ελληνική πραγματικότητα. Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα και οι παιδαγωγικές προσεγγίσεις των χωρών ανά τον κόσμο, διαφοροποιούνται ανάλογα με τη φιλοσοφία και με τους πόρους κάθε κοινωνίας. Η επιστημονική εκπαιδευτική κοινότητα διαμέσου της εκπαιδευτικής έρευνας είναι αρμόδια για την ανεύρεση της κατάλληλης στόχευσης και κατεύθυνσης του εκπαιδευτικού συστήματος. Ωστόσο, η εκπαιδευτική διαδικασία αποτελείται από πολλές παράπλευρες πρισματικές προσεγγίσεις, οι οποίες είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να γενικευτούν σε κανόνα, καθώς ο κάθε εκπαιδευόμενος έχει προσωπικές ιδιαιτερότητες.  Ως εκ τούτου, μία εκπαιδευτική έρευνα πολλάκις αδυνατεί να καταλήξει σε μία γνώση, η οποία θα είναι εφαρμόσιμη και γενικεύσιμη σε όλες τις περιπτώσεις. Η Νευτωνική θεώρηση της εκπαίδευσης επιζητεί γενικές αρχές, "παγκόσμιους κανόνες", οι οποίοι θα μπορούν να εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση. Μέχρι στιγμής, όμως, δεν έχει επιτύχει σημαντικά αποτελέσματα στο πεδίο της εκπαίδευσης και στην ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης παιδείας στις σχολικές μονάδες. Αρκετές φορές, η εκπαιδευτική έρευνα έχει λοιδορηθεί, για το λόγο, ότι τα αποτελέσματά της δεν αποτελούν αποτελεσματικά στοιχεία στη βελτίωση των σχολικών πρακτικών και ως εκ τούτου παράγοντα αναβάθμισης των υπηρεσιών των σχολείων. Οι γενικεύσεις μπορεί να αποδειχτούν και επικίνδυνες, καθώς ο εκπαιδευτικός στερείται της προσωπικής πρωτοβουλίας, εμμένοντας προσκολλημένος στην καθ’ υπαγόρευση και κατά γράμμα ακολουθία ενός επιβαλλόμενου κανόνα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η απουσία ενός συγκεκριμένου, μελετημένου πλάνου, με τις εκάστοτε κυβερνήσεις να ξηλώνουν το έργο των προκατόχων τους και να εφαρμόζουν τις δικές τους πολιτικές, με στόχο να δείξουν ότι παράγουν έργο, αντιστρατεύεται τα θεμέλια της μάθησης. Όταν από τα πλέον επίσημα πολιτικά χείλη τονίζεται η σωστή κατά άλλα φιλοσοφία περί ισότητας, για να αναδειχτεί ως κυρίαρχη αρχή η μετριότητα που αντιστρατεύεται την αριστεία, τότε στρέφουμε την Εκπαίδευση σε επικίνδυνα μονοπάτια. Η λεγόμενη ιδεοληψία του «εξισωτισμού», διόλου ρηξικέλευθη, που επικρατούσε στα χρόνια της μεταπολίτευσης και αποτελεί αναμφισβήτητα έναν από τους παράγοντες που οδήγησε την κοινωνία μας στο σημερινό τέλμα, αναδύεται και πάλι ως το ορθό, με συνεπακόλουθο ένα αναξιοκρατικό κράτος, που τίθεται υπέρ της μάζας, βλέποντας ύποπτα τον άριστο μαθητή και εξισώνοντάς τον με έναν μέτριο. Ο Χατζηαντωνίου γράφει: «Ο νόμος πρέπει ασφαλώς να είναι ο ίδιος και για έναν ευφυή και για έναν λιγότερο ευφυή. Αν όμως οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς τις ιδιότητές τους, ποια ισότητα πρέπει να διέπει τις σχέσεις τους;» Εδώ χάνεται το παιχνίδι και ταυτίζεται η ομοιομορφία με την ισότητα, με απότοκο τη δημιουργία της ιδεολογίας ότι «όλοι καλοί είναι» και άρα όλοι οι καλοί παντού χωράνε. Δαιμονοποιείται τοιουτοτρόπως η αξιολόγηση κι έχουμε φαινόμενα κομματικής καρεκλοποίησης σε όλο το φάσμα του δημόσιου  βίου, μία νοοτροπία νοσηρή, που είχε ως επακόλουθο τα μνημόνια, τα οποία επίσης δαιμονοποιήθηκαν. Επιμένουμε στις νοσηρές νοοτροπίες κι αναμένουμε εκ θαύματος μία αλλαγή ουρανοκατέβατη, όταν μένουμε ακόμη προσκολλημένοι στο παλιό.
Με όλα τα στρεβλά της ελληνικής πραγματικότητας πορευόμαστε ως Έθνος στα τυφλά, γκρεμίζοντας σαθρά θεμέλια και αμαρτίες του παρελθόντος, χτίζοντας και πάλι αλαζονικά νέες αμαρτίες, που έρχονται δήθεν να εκσυγχρονίσουν από το παρελθόν με διαφορετική μορφή, αλλά με κοινό παρονομαστή, την προσκόλληση στα κακώς κείμενα. Ένας φαύλος κύκλος, αέναος, που συντηρείται με κάθε κόστος και δυστυχώς με θύμα τη νεολαία.

δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Γνώμη" 22/5/2016

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Ο Ελληνισμός σε όλο του το Μεγαλείο

      

                               
Κοιτίδα του ελληνικού πολιτισμού αποτελεί η Μικρά Ασία, όπως και ο ένδοξος Πόντος. Εκεί βαπτίστηκε το ελληνικό πνεύμα με τον γενάρχη ποιητή βάρδο Όμηρο να δίνει το έναυσμα της γενιάς μας: «ταύτης τοι γενετής τε και αίματος ευχόμεθα είναι» (από αυτήν αλήθεια τη γενιά κι από αυτό το αίμα καυχιόμαστε πως κρατάμε). Οι περγαμηνές πνεύματος, ο ανθρωπισμός, η Ελευθερία, η Δημοκρατία κατά την διάσχιση ενός τρισχιλιετούς βίου του ελληνικού έθνους, μόνον ρίγος συγκίνησης δύναται να προκαλέσουν. Οι φιλόσοφοι Θαλλής, Αναξιμένης, Αναξίμανδρος, όπως και οι ιστορικοί Ηρόδοτος, Παυσανίας αποτελούν τέκνα του Μικρασιατικού ελληνισμού, της Ιωνίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μακεδόνας διέδωσε τον ελληνισμό στα πέρατα του κόσμου, όπως και στη Μικρά Ασία, με την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας ως μέσο συνεννόησης και γενικότερου εξελληνισμού του κόσμου. Τί θα ήταν ο Μέγα Αλέξανδρος αν δεν είχε δάσκαλο τον Αριστοτέλη άραγε, που τον μύησε στη φιλοσοφία του και τον αρχαιοελληνικό τρόπο σκέψης; Μήπως ένας αιμοδιψής βάρβαρος στρατηλάτης, που θα κατέστρεφε κάθε πολιτισμικό στοιχείο των κατεκτημένων λαών; Μήπως ένας Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ που έκαψε, και πυρπόλησε κάθε τι ελληνικό, όπως εκκλησίες, σπίτια, ξεριζώνοντας από τον τόπο κατοικίας τους πάνω από μισό εκατομμύριο Ποντίους; Εν συνεχεία η Βυζαντινή αυτοκρατορία, με χρόνο ζωής χίλια έτη περίπου και πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε το ανάχωμα προέλασης των βαρβάρων  στον τότε πολιτισμένο κόσμο, διαφυλάσσοντας την ιστορική κληρονομιά. Η πολιτισμική και οικονομική κορύφωση του Πόντου συνέβη όταν κηρύχθηκε ανεξάρτητο βασίλειο με την ονομασία «Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών» το 1204, και ισχύς 257 ετών. Όμως το 1453 ήρθαν δίσεκτα χρόνια με την Κωνσταντινούπολη και Παράλια Μικράς Ασίας να πέφτουν  στα χέρια των Οθωμανών, οι οποίοι με βιαιοπραγίες, λεηλασίες, σκοτωμούς, ασέλγειες σε ιερά και όσια προκαλούν μία «ιστορική γενοκτονία», που έχει γραφεί με μελανά χρώματα στο βιβλίο της Παγκόσμιας Ιστορίας. Παραταύτα οι Μικρασιάτες Έλληνες μπόρεσαν να ορθοποδήσουν, να ξαναχτίσουν εκκλησίες, να διαφυλάξουν τον ελληνικό πολιτισμό, να τον επεκτείνουν και να γίνουν οι όψιμοι κρουνοί ενός Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Εν συνεχεία το 1821 με την επανάσταση και τη σύσταση του ελληνικού κράτους το 1830 πίστεψαν σε πιθανή απελευθέρωσή τους.
  Το 1913 – 1923  δολοφονήθηκαν 353.000 Έλληνες του Πόντου από τις στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις του τουρκικού κράτους, καθώς και  άλλες 500.000 ξεριζώθηκαν από την πατρώα γη. Ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου που συντελέστηκε, ορίστηκε από την ελληνική πολιτεία η 19η Μαΐου. Για εικοσιοκτώ αιώνες, μεγαλούργησε στον Πόντο ένας απύθμενου κάλλους πολιτισμός, όχι απλώς το γένος των Ελλήνων.  Εκείνος ο πολιτισμός που χάρισε στην ανθρωπότητα την κριτική σκέψη, πάνω στην οποία βασίστηκε η επιστήμη και η έρευνα. Εκείνος ο πολιτισμός που έθεσε τα θεμέλια της πολιτικής, διαμέσου της συλλογικότητας. Η ανθρωπότητα ολάκερη χωρίς αυτόν τον λαμπρό πολιτισμό θα ήταν σκοτεινή. Εξού και η Γενοκτονία του ποντιακού Ελληνισμού δεν αφορά μόνον τους απανταχού Έλληνες αλλά , ουσιαστικότερα,  αποτελεί ειδεχθές κακούργημα απέναντι στην παγκόσμια πολιτισμική ανθρωπότητα. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Χρήστου Γιανναρά: «Δεν πρόκειται για μεγαλόστομη ρητορεία. Ο ξεριζωμός του Ελληνισμού από τον Πόντο, κοιτίδα πανάρχαια του ανθρώπινου πολιτισμού, θα είχε σήμερα το ανάλογό του, αν εξαλείφονταν οι Γάλλοι από το Παρίσι, οι Βρετανοί από την Οξφόρδη, οι Γερμανοί από τη Χαϊδελβέργη- Τι θα σήμαινε ένα τέτοιο γεγονός για τη σύνολη ανθρωπότητα, έστω και χωρίς την κτηνωδία των απαγχονισμών, των βιασμών, των ανασκολοπισμών, των πυρπολήσεων;» Η εξάλειψη του ελληνισμού από το Πόντο συνεπάγεται παντελή ποδηγέτηση μιας πολιτισμικής πρότασης ζωογόνας για την ανθρωπότητα.
Ας πιάσουμε , όμως, το νήμα της ιστορίας από το 1908, όταν και οι Νεότουρκοι με την επανάστασή τους, αφού ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας τους, πήραν την απόφαση να εξοβελίσουν τον Ελληνόφωνο πληθυσμό από την Τουρκία. Προς τέρψην και υλοποίηση αυτού του σατανικού σχεδίου εξάλειψης του ελληνικού στοιχείου επέβαλαν δυσβάσταχτη φορολογική πολιτική για τους Έλληνες, με σφοδρές δολοφονίες και σκληρή στρατολόγηση. Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας υπέφερε τα πάνδεινα, όταν η ελπίδα για απελευθέρωση το 1919 αναθέρμανε τις καρδιές των κακουχημένων Ελλήνων, στιγμή κατά την οποία η Μεγάλη Ιδέα είχε πάρει σάρκα και οστά με τον ελληνικό στρατό να αποβιβάζεται στη Σμύρνη ως ελευθερωτής. Ωστόσο, οι Κασσάνδρες δεν είχαν ευχάριστα νέα, με τον ελληνικό στρατό να διαλύεται σαν τραπουλόχαρτο από τους Κεμαλικούς νεότουρκους, δράττοντας την ευκαιρία οι δεύτεροι για συνέχιση του αποτρόπαιου σχεδίου τους για αφανισμό του ελληνισμού. Οι Τούρκοι, ωσάν μαινόμενοι ταύροι όρμησαν προς τα Παράλια της Μικράς Ασίας/Πόντο σκοτώνοντας, καίγοντας  χωρίς να αφήνουν όρθιο πίσω τους τίποτα το Ελληνικό. Οι ελληνικοί πληθυσμοί πανικόβλητοι κατέτρεξαν στη Σμύρνη να σωθούν. Για κακή τους τύχη, «αφήνιασε» η εκδικητικότητα των Τούρκων καταφεύγοντας σε ανείπωτες μεθόδους βιαιότητας. Παραθέτω ιστορικά στοιχεία δια στόματος Ιατράκη Εμμανουήλ: «Στρατός, άτακτοι και ντόπιος τουρκικός πληθυσμός, κυριολεκτικά οργίασαν πάνω τους. Κατακρεούργησαν το νεομάρτυρα Μητροπολίτη Χρυσόστομο, έθαψαν ζωντανό τον επίσκοπο Μοσχονησίων, άλλο Μητροπολίτη τον πετάλωσαν σαν άλογο, ενώ από τους 450 ιερείς της περιοχής της Σμύρνης οι 374 βρήκαν τραγικό θάνατο. Από τις 45 ορθόδοξες εκκλησίες έκαψαν τις 44, ενώ τους διέφυγε η εκκλησία του Αγίου Βουκόλου, η οποία αργότερα έγινε μουσείο. Έστησαν αγχόνες στις κεντρικές πλατείες, όπου κρέμασαν πολλούς πρόκριτους, ενώ στη συνέχεια έβαλαν φωτιά στις Ελληνικές και στις Αρμενικές συνοικίες της και επακολούθησε γενική σφαγή, που είχε σκοπό να μην αφήσει τίποτα Ελληνικό πάνω στα χώματά της.»
Οι δηλώσεις του Έλληνα Υπουργού Παιδείας κ. Φίλη περί εθνοκάθαρσης έρχονται σε ευθεία ρήξη με την ιστορία, και μάλλον φαίνεται να χαϊδεύουν τα αυτιά των Τούρκων, οι οποίοι έσπευσαν να δεχτούν μετά βαΐων και κλάδων το δώρο του, προβάλλοντας την άποψή του στα πρωτοσέλιδα των τούρκικων έντυπων και μη μέσων μαζικής ενημέρωσης. Με ποιο δικαίωμα ο Υπουργός Παιδείας εκφέρει προσωπική άποψη, η οποία αντιβαίνει στις θέσεις του ελληνικού κοινοβουλίου και λαού, τις οποίες και πρέπει να εκπροσωπεί;
Η προοδευτική θεώρηση των πραγμάτων στον ελληνικό χώρο υπό το πρίσμα μιας οπτικής δήθεν  εκσυγχρονιστικού διεθνισμού, υπόλειμμα του μαρξιστικού διεθνισμού, που δεικνύει ως αποδιοπομπαίο τράγο την ύπαρξη αισθήματος για πατρίδα, πολιτισμό, θρησκεία θα πρέπει να αναχαιτιστεί. Οι πολιτικοί έχουν χρέος να σέβονται τις ανοιχτές πληγές της ελληνικής κοινωνίας και να μην ρίχνουν λάδι στη φωτιά, με στόχο να αποπροσανατολίσουν από τα πραγματικά ανοιχτά ζητήματά της.

δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Γνώμη" 29 Νοεμβρίου 2015

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Η διαφύλαξη της Αρχαιοελληνικής Γραμματείας

 
Μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά δεν είναι, πως τα αρχαιοελληνικά γραπτά κείμενα με όλη τη σοφία που κουβαλούν μέσα τους, αποτέλεσαν το στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο δομήθηκε το οικοδόμημα του Δυτικού πολιτισμού. Ο εκπολιτισμός της Δύσης τελεσφόρησε χάρις στο υπόστρωμα που προσέφερε απλόχερα ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός με την ανάδειξη του ανθρώπινου στοιχείου ως το πολυτιμότερο διαμάντι.
Επισκοπώντας την αρχαιοελληνική γραμματεία δεν προσδοκούμε να χαράξουμε σταθερά όρια, αλλά να προτάξουμε την υψίστης σημασία που είχε η διαφύλαξη των γραπτών κειμένων για την  ανθρωπότητα. Τα έργα της ώριμης ακμής της ελληνικής λογοτεχνίας με τα οποία και ξεκινά το μακρύ ταξίδι της στο χωροχρόνο, είναι τα Ομηρικά έπη. Αν δεν είχε διασωθεί η Οδύσσεια του Ομήρου, πώς ο σύγχρονος λογοτέχνης Καζαντζάκης θα συνέχιζε την Οδύσσεια δίνοντας νέα πνοή στο έργο; Η Καζαντζακική Οδύσσεια αναφέρεται σε έναν αντιήρωα Οδυσσέα, που φοβισμένος  περιπλανάται για την εύρεση της αθανασίας. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι τα βαθυστόχαστα ερωτήματα του σύγχρονου έργου είναι αν η ύλη προηγείται του πνεύματος ή αντίστροφα, και ποιος κυβερνά τον κόσμο, ερωτήματα που βασανίζουν την ανθρώπινη διανόηση από τα αρχαία χρόνια, τωόντι. Οι βάρβαροι μετά μανίας θεωρούν ότι ο κόσμος κυβερνάται από την ύλη - χρήμα, με την αντίθετη άποψη που αποτελεί επιστέγασμα της αρχαιοελληνικής σοφίας, ότι το πνεύμα, δηλαδή η βούληση, υπερνικά και τέλος αναδεικνύεται νικητής στο πεδίο της μάχης.
Ας παρατηρήσουμε διαμέσου της οξυδερκούς ματιάς του Albin Lesky και το βιβλίο του «Ιστορία της Αρχαιοελληνικής Λογοτεχνίας» τον τρόπο γραφής και τις δυσκολίες καταγραφής των αρχαιοελληνικών λογοτεχνικών έργων για να κατανοήσουμε και τα κωλύματα που υπήρχαν στη διάσωσή τους, αφού αρκετά από αυτά τα έργα δεν έχουν διασωθεί.
Το αρχαίο βιβλίο που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες ως πολύ αργά στην αρχαιότητα, ονομαζόταν κύλινδρος (αποτελείται από περισσότερο από ένα φύλλο παπύρου – τεχνογνωσία ερχόμενη από την Αίγυπτο). Ωστόσο, η φθαρτότητα του υλικού δεν μας έδωσε τη δυνατότητα να έχουμε το αρχικό κείμενο του συγγραφέα, παρά μόνον αντίγραφα. Σε αυτή την πρώιμη μορφή γραφής, το βιβλίο ξεκίνησε να χρησιμοποιείται στην Αθήνα τον 5ο  π.Χ.,  όταν και έγινε πνευματικό κέντρο της ελληνικής ζωής. Ο Λυκούργος θέσπισε νόμο κατά τον 4ο  π.Χ. να αντιγράφονται κείμενα των Μεγάλων Τραγικών, καθώς εξέλειπε η φύλαξη των πνευματικών έργων. Επίσης ζοφερό παράγοντα εκείνης της εποχής αποτέλεσε το γεγονός, ότι τα ομηρικά κείμενα παραποιήθηκαν, καθιστώντας τοιουτοτρόπως επιτακτική την ανάγκη για προστασία των κειμένων της αρχαιότητας. Καθοριστικά συνέβαλαν προς αυτή την κατεύθυνση οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι. Υπό την εξουσία του Πτολεμαίου Α΄ ιδρύθηκε στην Αλεξάνδρεια το Μουσείον, χώρος επιστημονικής φιλολογικής εργασίας, με σκοπό να αποκατασταθούν  πιθανές διαστρεβλώσεις, να προστεθούν  ερμηνευτικά σχόλια και εντέλει να διαφυλαχτεί η αρχαιοελληνική σοφία. Ακόμη οργανώθηκε και λειτούργησε μία Βιβλιοθήκη συνεπικουρική στο Σεράπειο. Η καταστροφή, όμως, των συγγραμμάτων από το κάψιμο της Βιβλιοθήκης της Περγάμου,  είχε ως αποτέλεσμα να αποτεφρωθεί μεγάλος όγκος βιβλίων και ότι απέμεινε να μεταφερθεί στη Βιβλιοθήκη στο Σεράπειο, που η λειτουργία της τερματίστηκε το 391 μ.Χ. με τις πρωτοβουλιες του Πατριάρχη Θεόφιλου. Το ενδιαφέρον για την αρχαία ελληνική Γραμματεία χανόταν με το πέρασμα των χρόνων, ωστόσο, αναθερμάνθηκε ελαφρώς με τον Αττικισμό και τη δημιουργία της Δεύτερης Σοφιστικής επί της βασιλείας των Αντωνίνων. Μία ουσιασιαστική τομή που επέδρασε αρνητικά ως προς το να  διασωθούν  τα παλαιότερα βιβλία, ήταν η σταδιακή μετατροπή των έργων από κύλινδρο σε κώδικα, δηλαδή, απέκτησαν σταδιακά τη μορφή του σημερινού βιβλίου. Αυτή η μεταβολή, ξεκινώντας τον 1ο αιώνα μ.Χ,, τελειώνει τον 4ο αιώνα  μ.Χ. με την  εξ΄ ολοκλήρου επικράτηση  του κώδικα. Υπήρξε, λοιπόν, ένας αφορισμός του παλιού υλικού γραφής,  με αποτέλεσμα καθετί που δεν ταίριαζε σε αυτή την μεταβολή να χάνεται.
Εν συνεχεία, μία αμυδρή φιλολογική ενασχόληση με την αρχαιοελληνική Γραμματεία συνέβη στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ., για να περάσουμε στις σκοτεινές εποχές του 7ου και 8ου αιώνα μ.Χ, όπου ήταν σχεδόν ανύπαρκτη η πνευματική ενασχόληση. Η εξέχουσα και λαμπρή προσωπικότητα του Πατριάρχη Φωτίου τον  9ο αιώνα μ.Χ., έφερε έναν φρέσκο αέρα Αναγέννησης, έναν «δεύτερο Ελληνισμό», όπως τον χαρακτήρισαν οι Βυζαντινοί, που τόσο πολύ είχε ανάγκη η αρχαιοελληνική λογοτεχνία. Η κίνηση του Φωτίου συνέπεσε και με την αλλαγή της γραφής από Κεφαλαιογράμματη σε Μικρογράμματη, με πρώτο δείγμα το Ευαγγελάριον του Ουνσπένσκη (835 μ.Χ.). Έτσι αντιγράφηκαν όσα κείμενα αρχαίων συγγραφέων θεωρήθηκαν σκόπιμο να φυλαχθούν σε επισεσυρμένη μορφή γραφής. Ο Dain, σύμφωνα με τον Albin Lesky,  «κάνει την πολύ πιθανή σκέψη, ότι το νέο αντίγραφο το φύλαγαν σε μία νέα Βιβλιοθήκη, όπου, όπως γινόταν με τα διορθωμένα κείμενα των Αλεξανδρινών, χρησίμευε για πρότυπο σε άλλες αντιγραφές». Δυσάρεστη στιγμή για την τύχη των σωζόμενων κειμένων, αποτέλεσε η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, ενώ στη Θεσσαλονίκη συνεχίστηκε η φιλολογική προσπάθεια, όταν το 1280 με πρωτοστάτη τον Μάξιμο Πλανούδη ξεκίνησε και στην πρωτεύουσα μία νέα πνευματική δραστηριότητα. Τον 13ο αιώνα μ.Χ. η Δύση, με στυλοβάτη την Ιταλία, είχε ξεκινήσει αντίστοιχες προσπάθειες, με τις πολιτιστικές επαφές Βυζαντίου και Ιταλίας να είναι στο ζενίθ. Σοφοί της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως ο Χρυσολωράς, μετέφεραν ελληνικά χειρόγραφα στη Βιβλιοθήκη της Ιταλίας, με τη Βατικανή Βιβλιοθήκη να αριθμεί κατά τον 15ο αιώνα μ.Χ. περίπου 300. Ειδικά, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, η πολιτισμική πνευματική δραστηριότητα περνά στη Δύση. Τη σκυτάλη, λοιπόν, πιάνει η Ιταλία, με τις βιβλιοθήκες της (Βατικανή, Αμβροσιανή, Μαρκιανή, Λαυρεντιανή )να διαφυλάττουν τα χειρόγραφα της ελληνικής αρχαιότητας, κρατώντας ζωντανό τον Ελληνικό πολιτισμό και τη λογοτεχνική κληρονομιά, πάνω στην οποία χτίστηκε ο σύγχρονος Δυτικός πολιτισμός.

Ακου ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ!


                                                   
Η  τρομαλαγνική απειλή του χρέους και της ανέχειας είχε ως αποτέλεσμα μία μεγαλύτερη κρίση πέρα από τον αξιακό μαρασμό και την οικονομική καταβαράθρωση της κοινωνίας, την αμφισβήτηση των θεσμών και την εκχώρηση δημοκρατικών δικαιωμάτων.  Η κορύφωση του φόβου, της ενοχής και της ανασφάλειας ήταν τα όπλα, που αφόπλισαν τους πολίτες και τους μετέτρεψαν σε έρμαια μιας μοιρολατρίας.
Το χειρότερο όμως όλων, είναι, ότι χάσαμε την ανθρωπιά μας. Περάσαμε από τον ανθρωπισμό στον αντιανθρωπισμό. Στο επίκεντρο πλέον δεν τίθεται ο άνθρωπος, αλλά η αξία της ύλης. Πώς σχετίζεται σήμερα ο ανθρωπισμός με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου; Το φιλοσοφικό κίνημα που κληροδοτήθηκε από τους Έλληνες και Λατίνους στους Ιταλούς της Αναγέννησης, αναζωογονήθηκε από τους Γάλλους Διαφωτιστές του 18ου αιώνα και στη συνέχεια ανανεώθηκε από τους μαρξιστές, φτάνοντας στον 21ο αιώνα ως ένας θολός στόχος τοποθετώντας τον άνθρωπο εκτός πεδίου ευθύνης του. Στο κέντρο της προσοχής τίθεται πλέον το χρήμα και κατά προτίμηση το «εύκολο κέρδος». Ο ατομικισμός, αντίρροπη ιδεολογία του ουμανισμού, που επικράτησε στις μέρες μας, δημιούργησε κι εδραίωσε την πεποίθηση ότι ο ανθρωπισμός είναι εκ γενετής γνώρισμα και άρα δεν χρειάζεται να τον προσπαθήσουμε, είναι στοιχείο που μας χαρακτηρίζει, γιατί γεννηθήκαμε άνθρωποι. Και κάπου εδώ «χάθηκε η μπάλα» και δώσαμε προσοχή στο δέντρο χάνοντας  το δάσος, δηλαδή την ουσία . Ακόμη και ο σκεπτόμενος επιχειρηματίας αντικαταστάθηκε από τον κερδοσκόπο που στρέφεται κατά αποκλειστικότητα στο χρηματιστηριακό κέρδος, εγκαταλείποντας τον μόχθο της παραγωγικής διαδικασίας. Κάπως έτσι ξεχάσαμε να αγαπάμε τον άνθρωπο κι αγαπήσαμε το  χρήμα, γεγονός που σταδιακά οδήγησε στην όλο κι αυξανόμενη κοινωνική διαφθορά.
To κορυφαίο όλων μάλιστα είναι, ότι στις φετινές εξετάσεις στο μάθημα της έκθεσης ζητήθηκε από τους μαθητές να μιλήσουν για ανθρωπισμό. Δηλαδή να παραθέσουν αράδες  σκέψεων για ένα θέμα στην ουσία ουτοπικό, αφού η κοινωνία μας πλέον μόνο ανθρωπιά δεν διαθέτει. Πόσο υποκριτικό είναι να ζητούν από τα παιδιά μας να αναπτύξουν το θέμα του ανθρωπισμού τη στιγμή που πλέον ο ανθρωπισμός υπάρχει μόνο στη σφαίρα της φαντασίας! Δε θέλω να φανώ ισοπεδωτικός, οπωσδήποτε υπάρχουν κι εξαιρέσεις,  υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που αγαπούν και συνδράμουν τον συνάνθρωπό τους, αφού προσφέρουν ανιδιοτελώς όλο τους το είναι. Ωστόσο αυτοί είναι λίγοι και μάλλον αποτελούν την εξαίρεση για να επιβεβαιώσουν τον κανόνα ότι ζούμε σε μία κοινωνία «ανθρωποφάγων» κι όχι ανθρωπιστική.
Κοιτάτε τι συμβαίνει γύρω μας. Ο ένας κοιτά να βγάλει το μάτι του άλλου. Ο θάνατος σου η ζωή μου. Προσδοκούμε στην αποτυχία του φίλου μας, του συνεργάτη- συναδέλφου μας για να πατήσουμε επί πτωμάτων και να ανελιχτούμε. Όπως οι Κυνικοί φιλόσοφοι διεκήρυτταν ότι η Αρετή, το υψηλότερο ιδανικό, μπορεί να διδαχθεί με μηχανικό τρόπο και να αποτελέσει κτήμα του ανθρώπου κι αφού αποκτηθεί μία φορά είναι αδύνατον να απολεσθεί, το ίδιο κυνικά και η σύγχρονη κοινωνία ομολογεί πως ο ανθρωπισμός υπάρχει και δεν χρειάζεται να αποδείξουμε την ύπαρξή του, δηλαδή να προχωρήσουμε σε πράξεις που το αποδεικνύουν. Ο άνθρωπος μετατράπηκε σε ανθρωπάκο, που έχασε τις ηθικές του αξίες και  για να είμαι πιο ακριβής τις αντικατέστησε με την αγάπη προς την ύλη, οτιδήποτε υλικό που του προσφέρει κύρος, δόξα και σεβασμό, έναν ψευδεπίγραφο σεβασμό για την ακρίβεια.

Wolfang Iser - Goldmann, L (Αναγνωστικές θεωρίες)

Στο δοκίμιο του Wolfang Iser "H αλληλεπίδραση ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη" το λογοτεχνικό έργο διαβάζεται από τον καλλιτεχνική και αισθητική πλευρά. Η αλληλεπίδραση μεταξύ υποκειμενικής θέασης του αναγνώστη και του κειμένου του συγγραφέα θα προσδιοριστεί υπό το φάσμα της Σχολής του Tavistrock, με σκοπό να γίνει σαφέστερη. Ο Laing υποστηρίζει ότι οι διαμορφωμένες απόψεις δεν είναι ξεκάθαρες, όντας απότοκο προσωπικής ερμηνείας. Τοιουτοτρόπως δρούμε πιστεύοντας ότι γνωρίζουμε την εμπειρία που έχουν οι άλλοι για το πρόσωπό μας. Η ερμηνευτική διαδικασία γεννά την δυαδική αλληλεπίδραση. Το πλαίσιο αναφοράς μεταξύ κειμένου - αναγνώστη καθορίζεται από διάσπαρτους στο κείμενο κώδικες. Η μη ύπαρξη κοινής εμπειρίας και απροσδιοριστίας λειτουργεί βοηθητικά την επικοινωνιακή ποικιλότητα. Η Virginia Woolf υποστηρίζει ότι η λογοτεχνία ρυθμίζεται από την επικοινωνία μεταξύ ρητού και υπόρρητου. Κάθε κενό προβάλλεται ως η σταθερά, ένας αθέατος αρμός που στο σύνολό τους δομούν ένα κείμενο. Κατά την ανάγνωση το κενό δίνει τη δυνατότητα να συνθέσει ο αναγνώστης την ιστορία  μεταξύ αφηγητή, προσώπων, πλοκής, λειτουργώντας το ένα ως καθρέπτης του άλλου. Από την άλλη τα διάκενα στρέφονται στον αισθητικό πόλο του κειμένου. Τα πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν ένα κανονιστικό πρότυπο δομούνται βάση μιας αρχής, ωστόσο, το κανονιστικό πρότυπο μπορεί να συντελέσει στον περιορισμό της ανθρώπινης φύσης. Έτσι εμφανίζεται το αισθητικό αντικείμενο, η οπτική γωνία του αναγνώστη. Χαρακτηριστικά ως προς την θέαση του αναγνώστη είναι ο αυθορμητισμός, σύνεση και επιφύλαξη. Η οπτική μετατρέπεται από το διάκενο σε δομή, υποβαστάζοντας την αλληλεπίδραση κειμένου και αναγνώστη σε σταθερή βάση. Συμπερασματικά το κενό ενέχει ρόλο ενορχηστρωτή στο κείμενο, καθοδηγώντας την συνθετική ικανότητα του αναγνώστη. Το πεδίο αναφοράς ,λοιπόν, που οργανώνεται από τον αναγνώστη φέρει κενό που καλύπτεται από την δομή του θέματος κι το διάκενο που προκύπτει, καλύπτεται με το αισθητικό αποτέλεσμα. Το κενό που μετατοπίζεται ευθύνεται για την συνεχή μετάβαση σε διαφορετικές εικόνες κατά την ανάγνωση, ορίζοντας τον αναγνώστη ως νοηματοδότη.
Από την αντίπερα όχθη ο Goldmann, L. με στο έργο του "Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος" αναφέρεται στην κοινωνιολογία του έργου και εισαγάγει τον γενετικό δομισμό. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες κρύβονται πίσω από το παραχθέν έργο. Η επιρροή από Μαρξισμό και Ψυχανάλυση είναι εμφανής. Το συλλογικό υποκείμενο κι η δομική συνείδηση συντέλεσαν στην ανάπτυξη λογοτεχνικών και κοινωνιολογικών μελετών.  Ο γενετικός δομισμός εξετάζει τον τρόπο δημιουργίας και της ερμηνείας του λογοτεχνικού έργου, βασιζόμενος σε νοητικές και κοινωνικές δομές, βλέποντας τον συγγραφέα ως δημιουργό του φανταστικού κόσμου του έργου. Η συνεχής και εξελισσόμενη δόμηση σχετίζεται αναλογικά με την πεποίθηση ότι η ερμηνεία του έργου είναι εφικτή μόνον και αν το επανατοποθετήσουμε στην εποχή του και στις συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Στην ουσία συντελείται ένα πέρασμα από την ατομική στη συλλογική συνείδηση, δημιουργώντας συνοχή. Κατά τον Goldman έχουμε ενεργητικούς αναγνώστες (συνδέουν το λογοτεχνικό έργο με το ιστορικό πλαίσιο) και τους παθητικούς που δέχονται το μήνυμα χωρίς επεξεργασία. Εν συνεχεία εξετάζεται η έννοια της κοσμοθεωρίας, η οποία αποτελεί καθρέπτη του συγγραφέα και είχε ως στόχο την πλήρη κατανόηση της αλήθειας. Ο συγγραφέας λοιπόν αποτελεί έναν εκφραστή της συλλογικής συνείδησης , αφού το συλλογικό υποκείμενο παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Από την άλλη η κοινωνιολογική μελέτη μεγάλων έργων πολιτισμού καταργεί παρωχημένους αναγκαίους δεσμούς, δημιουργώντας νέους, που είναι ευκολότεροι στην αποσαφήνιση. Η κοινωνιολογία περιεχομένων είναι περισσότερο ουσιαστική, σχετικά με την εξέταση έργων μέσου επιπέδου, αφού παρατηρεί μία αντανάκλαση της συλλογικής συνείδησης, ενώ η γενική δομική κοινωνιολογία, καθώς επικεντρώνεται στην συνειδητοποίηση των μελών της ομάδας, όσων έπρατταν και σκέπτονταν, χωρίς να γνωρίζουν την σημασία του έργου αντικειμενικά, μελετά λογοτεχνικά έργα παγκόσμιου βεληνεκούς. Το μεγάλο πρόβλημα της κοινωνιολογικής έρευνας κάθε δομικού τύπου αποτελεί η άμεση οριοθέτηση των εμπειρικών δεδομένων.

Βιβλιογραφία:

Goldmann, L. Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος. Μτφρ. Ε. Βέλτσου-Π. Ρυλμόν. Αθήνα: Πλέθρον, 1979.

Isser, W. H αλληλεπίδραση ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστ.Mτφρ. Κ. Αθανασίου-Φ. Σιατίστας. Αθήνα:Νήσος, 2000

Rosenblant - Holland (Aναγνωστικές θεωρίες)

Η L.M Rosenblant είναι η εισηγήτρια της συναλλακτικής θεωρίας. Η ανάγνωση αποτελεί μία συναπάντηση (έκκληση) κειμένου και αναγνώστη. Η συνεύρεση αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη γέννηση της αντίδρασης του αναγνώστη. Διαμέσου δηλαδή της επαφής του με τις κειμενικές ενδείξεις (γλώσσα , συνειρμοί, θεματική πλοκή) αναδύονται στοιχεία των βιωμάτων του αναγνώστη. Το κείμενο έχει ρόλο ενός προσχέδιου, αφού πλάθει προσδοκίες και υποθέσεις στον αναγνώστη. Σε επόμενο στάδιο το κείμενο αναπλάθεται από τον αναγνώστη βιωματικά. Επομένως η συναλλακτική θεωρία αναφέρεται στον υποκειμενικό ρόλο του αναγνώστη, να μπορεί να διαβάζει το κείμενο υπό το πρίσμα που ο ίδιος θα επιλέξει. Μία βασική διάκριση κατά την Rosenblant όσον αφορά την ανάγνωση είναι αισθητική είτε μη αισθητική. Η μη αισθητική αναγνωστική θεωρία επικεντρώνεται στην πρακτική αξιοποίηση του κειμένου (στρέφεται προς την πληροφόρηση) ενώ η αισθητική στρέφεται στην αισθητική αποκωδικοποίηση του κειμένου με βάση δηλαδή τα συναισθήματα που γεννούν τα λεκτικά σύμβολα στον αναγνώστη. Αξιοποιεί επίσης την φαντασία του, συνδέοντας την βιωματική εμπειρία με το κείμενο. Η συναλλακτική, λοιπόν, αισθητική ανάγνωση δημιουργεί το έδαφος για να βιώσει ο αναγνώστης το έργο την στιγμή που το διαβάζει με βάση πάντα τις προγενέστερες εμπειρίες του, αλλά και την φαντασία. Άρα θα μπορούσαμε να αποφανθούμε και για την σημαντική λειτουργία της συναλλακτικής θεωρίας, όσον αφορά την διδασκαλία λογοτεχνικών κειμένων, αφού τοιουτοτρόπως ο μαθητής θα αγαπήσει πραγματικά τα μαθήματα της λογοτεχνίας, καθιστώντας ισότιμη και ισάξια την επικοινωνία μαθητή- καθηγητή. Ο μαθητής διαβάζει με την προσωπική του οπτική το κείμενο.

Ο Norman Holland επικεντρώνεται στο θέμα της ταυτότητας και της συναλλακτικής αναγνωστικής θεωρίας. Αυτός εισήγαγε τον ψυχολογικό παράγοντα στην αποκωδικοποίηση ή την ερμηνεία του λογοτεχνικού έργου. Ο κάθε αναγνώστης αντιλαμβάνεται το κείμενο, σύμφωνα με το «εγώ», τις προσωπικές του ψυχολογικές διαδικασίες. Ο αναγνώστης διαδραματίζει έναν ρόλο ηθοποιού, αφού για να εντοπίσει την ενότητα του κειμένου καλείται να υποδυθεί ρόλους παραπλήσιους του εαυτού του με άλλα λόγια να επεξηγήσει την ροή της ιστορίας του κειμένου θέτοντας τον εαυτό του ως πρωταγωνιστή- αναδημιουργό του κειμένου. Για τον Holland η έννοια της ταυτότητας έχει κεντρική θέση στο οικοδόμημα της θεωρίας του. Γι΄αυτόν ταυτότητα σημαίνει ο τρόπος, η οπτική του κάθε ατόμου για την πραγματικότητα. Άρα η πραγματικότητα του κάθε ανθρώπου κρύβει μία ατομική προσέγγιση. Το ίδιο ισχυρίζεται ότι συμβαίνει και στη σχέση του κάθε αναγνώστη με το λογοτεχνικό κείμενο. Ο αναγνώστης αναδημιουργεί την ταυτότητά του κατά την ανάγνωση . Οι μηχανισμοί που ενεργοποιούν την αναδημιουργία της ταυτότητας είναι οι προσδοκίες, άμυνες, φαντασιώσεις, μετασχηματισμούς.

Βιβλιογραφία:
Holland, N, (1989), Reading Readers Reading, Cooper Charles (ed) Reasearching Response to Literature and the teaching of Literature Points of Departure, New Jersey: Ablex.

Rosenblant, L.M. (1989) The Transanctional Theory of Literary Work: Implication for Reasearch Literature Points of Departures, New Jersey: Ablex.

Ο τρόπος με τον οποίο οι λαϊκοί δημιουργοί επαναναλύουν τη γλώσσα μοίαζει με τον αντίστοιχο των παιδιών. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να φαντάζει απλοϊκή, αλλά είναι ουσιαστική. Εξηγούμε ,λοιπόν, ότι οι ορισμοί που δίνουν τα παιδιά/μαθητές είναι συμβατικοί, συμπτωματικοί, λειτουργικοί. Οι μαθητές που έχουν σχετική εμπειρία, δομώντας πληροφορίες και αυτοματοποιώντας διεργασίες ανασκευής έννοιας, με τη μέθοδο της ανάσυρσης υπερκείμενης έννοιας, καταφέρνουν να περιγράψουν εύστοχα το σημαίνον. Οι λέξεις ,ωστόσο, έχουν δηλωτικό και παραδηλωτικό περιεχόμενο. Οι παραδηλώσεις αποτελούν ανάκληση, υποδήλωση ελεύθερων συνειρμών, που ενδύουν ποικιλοτρόπως τη σημασία της λέξης. Οι παραδηλώσεις υφαίνονται έντεχνα με βάση συλλογικά ή υποκειμενικά βιώματα, επηρεαζόμενες από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και το χρόνο. Τα παιδιά κατά αναλογία προσλαμβάνουν το σημαίνον και δημιουργούν τον ορισμό του σημαινονομένου με βάση ατομικές και συλλογικές εμπειρίες. Παραταύτα η χροιά ορισμένων λέξεων καθορίζεται από τον διαμορφωμένο κώδικα επικοινωνίας ενηλίκων και το νόημα περνά ατόφιο στα πιαδιά. Επιπροσθέτως το ίδιο το γλωσσικό σύστημα δημιουργεί παραδηλώσεις. Από τα σπλάχνα δηλαδή των κανόνων της γλώσσας και τις σχέσεις ομοηχίας, συνωνυμίας, αντίθεσης, πολυσημίας εκολλάπτονται επιπλέον συνειρμοί. Ο Τριβυζάς χρησιμοποιεί λαϊκές παρετυμολογίες. π.χ Βύσσινα από την Αβυσσανία. Τα παιδιά είναι πιο τολμηρά συγκριτικά με τους ενήλικες στη νοηματοδότηση λέξεων, αγνοούν τη μερική ή πλήρη σημασία καθώς και τα συστατικά της και καταφεύγοντας στο προσωπικό τους βίωμα πλάθουν δικούς τους συνειρμούς. Υπό αυτή την οπτική τα παιδιά δεν απέχουν πολύ από τις λαϊκές παρετυμολογίες, αλλά τουναντίον με γνώμονα την φαντασία, προχωρούν πιο δυναμικά σε ενδογλωσσικούς συνειρμούς και επανανάλυση.
  Η ποιητικότητα/ μεταφορικότητα  της χρήσης των λέξεων χωρίζεται σε αναγκαστική και επιλεκτική. Το παιδί σε σχέση με τον λαϊκό άνθρωπο δεν κατέχει την αφηρημένη σκέψη, με αποτέλεσμα να ομιλεί μεταφορικά προς κάτι συγκεκριμένο. Τις πλείστες των περιπτώσεων οι μεταφορές οφείλονται σε αγνωμοσύνη, εξού και τα σημοσιολογικά λάθη στα οποία υποπίτπουν. Αξοσημείωτο, όμως, είναι ότι η φαντασιακή οπτική του παιδιού, μας ανοίγει ασύλληπτους δρόμους θέασης. Εν ολίγοις αυτή η ποιητικότητα/ μεταφορικότητα, που ενέχει και το στοιχείο του «σπασίματος» των κανόνων της γλώσσας τόσο του συγγραφέα (ευσυνήδειτα), όσο και του παιδιού (ασυνείδητα) μας παρουσιάζει μία διαφορετική πραγματικότητα. Ο λαϊκός άνθρωπος με ποιητικότητα και γλαφυρότητα αποτυπώνει τα νοήματά του. Σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του π.χ στις επαγγελματικές ασχολίες του, ενσωματώνει στο καθημερινό λόγο νεολογισμούς με ανοίκειο συνδυασμό λέξεων, δημιουργώντας παρομοιώσεις, μεταφορές, σύνθετα μεγενθυτικά και υποκοριστικά. Ο ποιητής από την άλλη δημιουργεί κατά παρόμοιο τρόπο ποιητικές λέξεις, με σκοπό να αποτυπώσει με ακρίβεια το νόημα, να δημιουργήσει εικόνες και κατ΄επέκταση να προκαλέσει συγκίνηση στον αναγνώστη. «Ο ποιητής δεν μεταχειρίζεται τη γλώσσα όπως οι λεξικογράφοι, αλλά όπως το παιδί και όλοι» Ο λαός παρατηρώντας τη φύση, όπως π.χ τα ζώα εμπνεύστηκε από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και έπλασε λέξεις. Τοιουτοτρόπως πολλοί ποιητές, όπως και ο Σεφέρης στο ημερολόγιο του περιγράφει σκηνές από την ύπαιθρο και χρησιμοποιεί λέξεις σύνθετες που προσιδιάζουν σε ιδιότητες ζώων. (τεχνική δημιουργίας ποιητικότητας)