Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Απόσπασμα Ομιλίας για την 25η Μαρτίου στο Επιμελητήριο Αχαΐας




Ας σταθούμε επισταμένως στο ποίημα του Βασίλη Ρώτα:


«Διαβάτη, στάσου προσοχή:
δῶ χάμω κείτονται νεκροί
πού δέν ἐπρόδωσαν ποτέ,
ποτέ δέν εἶπαν ψέματα,
τύραννο δέν προσκύνησαν.

Διαβάτη, στάσου προσοχή
καί μ᾽ ἄξιο νοῦ μελέτα τους,
τί ἄν χαίρεσαι τ᾽ ὡραῖο φῶς
κι ἄν ὅλο θάρρος περπατᾶς
κι ἄν σ᾽ ἀγαπᾶνε κι ἀγαπᾶς
κι ὅ,τι καλό ᾽χεις στή ζωή
στό χάρισαν τοῦτ᾽ οἱ νεκροί.

Διαβάτη, στάσου προσοχή
καί μ᾽ ἄξιο νοῦ μελέτα τους».

Με ιδιαίτερη χαρά και υπερηφάνεια εορτάζουμε σήμερα την επέτειο της 25ης Μαρτίου.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν η 25η Μαρτίου θα παραμένει η κορυφαία, μοναδική κι ταυτόχρονα διπλή εορτή για κάθε Έλληνα, για κάθε χριστιανό. Κι αυτό γιατί ως χριστιανοί, γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, αλλά και ως Έλληνες γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό του Έθνους μας, αφού την ίδια αυτή ημέρα διάλεξαν οι πρόγονοί μας να σηκώσουν το λάβαρο της επανάστασης ενάντια στον Τούρκο κατακτητή ζητώντας από τα βάθη της καρδιά τους Λευτεριά ή Θάνατος. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του συντοπίτη μας ποιητή Κωστή Παλαμά.
«Σβήνουν δυο νύχτες, και δυο αυγές προβάλλουν στον αγέρα.
Δυο λευτεριές που σμίγουνε μέσα στην ίδια μέρα.
Δυο λευτεριές ματόβραχτες, παιδιά μεγάλου κόπου,
η λευτεριά του Έλληνα κι η λευτεριά του ανθρώπου».

Ημέρες σαν σήμερα, μας κυριεύει ολοζώντανη η ιστορική μνήμη κι έντονα αισθήματα δέους, συγκίνησης και περηφάνιας πλημμυρίζουν τη ψυχή και την καρδιά του ελληνισμού σε κάθε γωνιά της γης.

«Τετρακόσια χρόνια σκέπαζε την Ελλάδα η μαύρη νύχτα της πικρής τουρκικής σκλαβιάς. Η άλλοτε χώρα των Θεών κι των ηρώων έγινε η χώρα των ραγιάδων, χώρα των δακρύων, όπου αντηχούσαν οι στεναγμοί και οι θρήνοι του δουλωμένου της λαού, καθώς ανέβαινε τον ανηφορικό δρόμο ενός άλλου μαρτυρικού Γολγοθά. Πικρή και άραχλη κυλούσε τότε η ζωή στο στυφό φλοιό της ελληνικής γης, εξαιτίας του αφόρητου και αβάσταχτου ζυγού της σκληρής τυραννίας. Οι ψυχές των Ελλήνων λούφαζαν, όλα αυτά τα χρόνια, στις ζοφερές σπηλιές της τουρκικής σκλαβιάς σαν κυνηγημένα αγριοπερίστερα».

Χαμοκλησιές και μοναστήρια χωρίς καμπάνες και σήμαντρα, γέμιζαν το σούρουπο της μακριάς νύχτας με σκλαβόπουλα. Στο τρεμάμενο φως του καντηλιού βραχνά ο Παπαδάσκαλος θεριέυει «τη αποστεμένη ελπίδα, και πλατιά τα ονείρατα αναδεύει». Ο Πατριάρχης της Πόλης γίνεται ο εθνάρχης των ραγιάδων, ο Πατροκοσμάς ακούραστος εθναπόστολος κηρύσσει την πίστη στο Χριστό και στη Λευτεριά.

Ο Θούριος του Ρήγα σιγοτραγουδιέται βουβά στα χείλη και στην καρδιά, ποτίζοντας με δάκρυ και αίμα το δένδρο της Μεγάλης Ιδέας.

Ψηλά, στα λεύτερα κορφοβούνια οι κλεφταρματολοί με σύμβολο τον καταπατημένο Σταυρό γίνονται η μαγιά του ένοπλου ξεσηκωμού.

Το χάνι της Γραβιάς, η Τρίπολη, η Αλαμάνα, το Αρκάδι, το Μεσολόγγι, το Κούγκι, γίνονται κάστρα ανδρείας κι σύμβολα ηρωισμού.


Αμέτρητοι οι ήρωες και ηρωίδες μπροστά στους οποίους υποκλινόμαστε με μεγάλο δέος και σεβασμό. Η επανάσταση φούντωσε, ξαπλώθηκε σε στεριά και θάλασσα. Και το όραμα της λευτεριάς το άπιαστο, το σήκωσαν μορφές αγέρωχες, γνήσια τέκνα της ελληνικής λεβεντιάς, βράχοι υψηλοί, με απίστευτη αντρειοσύνη. Ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, ο Διάκος στην Αλαμάνα, ο Κολοκοτρώνης στο Μοριά,.. «Και η στρατιά μεγάλωνε…Κάποιοι τους έλεγαν τρελούς…κι όμως η στρατιά μεγάλωνε». Νικηταράς, Μαντώ Μαυρογένους, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Κανάρης, Μπουμπουλίνα, Μιαούλης…Μα η λευτεριά ήταν αχόρταγη… «Ήθηλε νεκροί χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς. Ήθελε και οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους».


Νάουσα, Χίος, Ψαρά, Μεσολόγγι…. Το Μεσολόγγι που έγινε το σύμβολο της επανάστασης. Πείνασε, δεκατίστηκε, χτυπήθηκε μα ποτέ δε λύγισε. Έμεινε όρθιο, σαν ατσάλινος πύργος με γρανιτένια θέληση ενάντια στη τυραννία. Κι ο χορός του Ζαλόγγου των γενναίων Σουλιωτισσών, αποτέλεσε πράξη υπέρτατης θυσίας και έχει παραμείνει στην παγκόσμια ιστορία. Η λεβεντογέννα χώρα, είναι  η Ελλάδα, ο τόπος που γέννησε την ιδέα της Ελευθερίας, την ιδέα της Δημοκρατίας κι παντοίων των αξιών.

Δεν έμεινε γωνιά της ελληνικής γης που δε γνώρισε τη δόξα, δεν έμεινε σπιθαμή της, που δε βάφτηκε με αίμα. Οι πέτρες, οι βρυσούλες, οι μυρτιές, τα θυμάρια έμειναν οι αιώνιοι μάρτυρες. Η θυσία, ο ηρωισμός του ελληνικού λαού γονάτισε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ξεπρόβαλε η ώρα, όπου η ελευθερία επέστρεψε στη βασανισμένη κι άνοιξε της φτερούγες της πάνω από τον περήφανο λαό μας.

Ευλαβείς συνεορταστές, το μήνυμα της 25ης Μαρτίου του 1821 φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ.

Μας προτρέπει να επαναστατήσουμε ενάντια σε όλα αυτά τα νοσηρά φαινόμενα που παντοιοτρόπως εισβάλλουν στη ζωή μας κι μας οδηγούν στην κοινωνική αδιαφορία. Μας προτρέπει να επαναστατήσουμε ενάντια σε όλους αυτούς που θέλουν να μας υφαρπάξουν την πνευματικής ελευθερία, καθιστώντας μας πνευματικούς ραγιάδες των σύγχρονων εποχών.

Μας προτρέπει ως χριστιανούς να αφουγκραστούμε τις θεϊκές παραινέσεις και να αγαπήσουμε αληθινά το συνάνθρωπό μας, τοποθετώντας το συλλογικό πάνω από το ατομικό συμφέρον.

Είναι καιρός να επαναστατήσουμε σε όλα τα επίπεδα, ενάντια σε όλα αυτά που μας βασανίζουν, ενάντια σε κάθε καθήλωση, ενάντια σε κάθε στρέβλωση. Οι Έλληνες του 1821 και οι πρόγονοί μας οι Αρκάδες αγωνίστηκαν, γιατί επιθυμούσαν να ζουν ελεύθεροι, δίχως να εκβιάζονται.
Το πνεύμα της 25Ης Μαρτίου ας στεριώσει στις ψυχές μας.
Τα λόγια του ποιητή ας γίνουν η πυξίδα μας.

«Ξύπνα καημένε μου ραγιά,
Ξύπνα, να δεις ελευθεριά!»

Η πίστη απέμεινε ο ανεξάντλητος κρουνός για κάθε Έλληνα. Η καρδιά του έμοιαζε με παλλόμενη φλόγα, έτοιμη να φουντώσει. Η Ελπίδα και η Πίστη έδινε δύναμη στη φλόγα αυτή, αλλά οι αγέρηδες φυσούσαν μανιασμένοι για να τη σβήσουν. Δεν ήταν άλλοι, από τους αγέρηδες του παιδομαζόματος, του χαρατσιού, του κλεισίματος των σχολείων, οι φοβέρες και οι υποσχέσεις των  Τούρκων για όσους αλλαξοπιστούσαν.

«Κι ήταν όλα σιωπηλά,
Και τα ‘σκιαζε η φοβέρα
Και τα πλάκωνε η σκλαβιά».

Και όμως παρ’ όλες τις τρομερές πιέσεις, η φλόγα της Πίστης και της Ελπίδας δεν έσβησε, θέριεψε… κι έμελλε να είναι εκείνη η άνοιξη του 1821 να είναι η τελευταία που θα  παρέμενε σκλαβωμένη η Ελλάδα. Τα χελιδόνια εκείνη τη χρονιά έφεραν τη μεγάλη είδηση του εθνικού ξεσηκωμού… Κι τότε το αστραπόβολο φως ου 21 άστραψε και φώτισε το δρόμο της λευτεριάς. «Πύρινη λάβα ήταν, που κατέκαψε την Τουρκιά κι σκότωσε το δράκο της τυραννίας. Ορμητικό ξύπνημα της Ρωμιοσύνης ήταν, που όμοιο δε γνώρισε ο κόσμος όλος….Ανδρειώμενη και πολυφτέρουγη η λευτεριά, ήταν πάθος, και ιδέα και μεθύσι.»

Από άκρη σε άκρη του ελληνισμού, η σωριασμένη ανά τους αιώνες μες του σκλάβου αγανάκτηση, κι ο πόνος που η φτέρνα του τυράννου τον κρατούσε αφανέρωτο, βγήκε στο φως κι αντήχησε σαν κεραυνός και σαν κατάρα…

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Το κουμπί και άλλες ιστορίες, της Τασούλας Τσιλιμένη

   Η γλώσσα της σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων της κ. Τσιλιμένη, είναι η απλή δημοτική με τα σχήματα λόγου να δίνουν το δικό τους εμφατικό τόνο στην ομαλή διήγηση των ιστοριών. Ο λόγος της ανεπιτήδευτος, οδηγεί σε μαγική μέθεξη αισθήσεων τον αναγνώστη, δίχως να κουράζει. Η αφήγηση των ιστοριών θα μπορούσαμε να πούμε ότι εμπνέεται και ακουμπά στο μαγικό υπόστρωμα της ποιητικής τέχνης. Η κ. Τσιλιμένη έξοχη ενορχηστρωτής του λόγου υφαίνει με τις λέξεις και την πλούσια εικονοποιΐα, που παρατηρείται στα διηγήματά της, ένα έργο τέχνης απαράμιλλης αισθητικής αξίας, που πρέπει να κοσμεί κάθε βιβλιοθήκη.
   Οι χαρακτήρες στη συλλογή είναι απλοί, καθημερινοί  της γενιάς του 1960, άνθρωποι με αδυναμίες, πάθη, λάθη, βασανισμένοι, με απώλειες, αλλά πάντα με ένα αυθόρμητο, πηγαίο χαμόγελο για τη ζωή. Προσπαθούν να ονειρευτούν, να συνομιλήσουν με τη γενιά μας και να της δώσουν ένα μήνυμα: Ότι και οι δυσκολίες, οι απώλειες, είναι κομμάτι της ζωής και δεν πρέπει να παραιτηθούμε. Στην ουσία η παραίτηση  ισοδυναμεί με θάνατο εν ζωή. Η συγγραφέας δίχως να υποδεικνύει τον δρόμο που θα ακολουθήσει ο αναγνώστης, του δίνει το έναυσμα προς ονειροπόληση, διαμέσου των ξωτικών, των νεράιδων και όλων των λοιπών παραμυθιακών στοιχείων. Ο μύθος έρχεται και συμπλέκεται αρμονικά με τον ρεαλισμό, για να τροφοδοτήσει τη ζωή, να της δώσει τη χαμένη αγνότητα, την ηρεμία, που χρειάζεται για να πορευθεί αρμονικά.
Δύναμη θέλησης, αυτή η απύθμενη θέληση για ζωή, δε γίνεται να αποκοπεί από το στοιχείο του έρωτα, το οποίο διατρανώνει τη χαρά της ζωής και είναι έκδηλο στις αφηγήσεις της συγγραφέως.       Ο δρόμος για το «γνώθι σαυτόν» που διατύπωσε ο Σωκράτης φαίνεται να καθορίζει και να κινητοποιεί τους αφηγηματικούς χαρακτήρες. Ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους, μέσα από τα ατελείωτα πήγαινε – έλα από τη φαντασία στο όνειρο κι από εκεί στην πραγματικότητα. Η συγγραφέας, με την ιστορική αναδρομή από το τώρα στα χρόνια του 1960, ψάχνει να εντοπίσει διαμέσου των ιστοριών των ηρώων της το νόημα της ζωής, που είναι τόσο απλό, αλλά στην εποχή μας η προσέγγισή του έχει γίνει τόσο δύσβατη, έως και απευκταία. Το κουκουλώσαμε κι αυτό μέσα σε φανταχτερά πανάκριβα ρούχα, με χρυσά κουμπιά, που κουμπώνουν και καλύπτουν τη γύμνια μιας κοινωνίας φτωχής σε ιδανικά και αξίες, η οποία έχει ξεμείνει από όραμα, στυγνή και αδυσώπητη καθώς είναι, προσποιείται ότι όλα βαίνουν καλώς, αλλά στην ουσία η πυξίδα της δεικνύει το Νότο, αντί για Βορρά. Αυτό το λάθος στην πυξίδα για ζωή καταγγέλλει η κ. Τσιλιμένη και προσπαθεί να το τονίσει κυρίως στη νέα γενιά ανθρώπων.
   Οι ιστορίες της συνεπαίρνουν και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη, τον καθιστούν μύχιο παρακολουθητή των δεινών της γενιάς του 1960, που έχει στο μνημονικό της πολέμους, καταστροφές, απώλειες, αλλά δε ξεχνά να χαμογελά, δε ξεχνά να αισιοδοξεί, δε ξεχνά να ενεργεί για να αλλάξει τα κακώς κείμενα. Στοιχεία τα οποία λησμονήσαμε στην εποχή μας, απογοητευτήκαμε και αφήσαμε τα πράγματα να κυλήσουν στον τροχό της τύχης. Η συγγραφέας προκρίνει κάτι ουσιαστικό, την αντιμετώπιση των καθημερινών δυσκολιών με (συμ)μετοχή στη ζωή. Ίσως το κουμπί, το οποίο μπορεί να πάρει πολλές μορφές και γύρω από το οποίο κινούνται υποκώφως οι ιστορίες των αφηγηματικών προσωπείων της συγγραφέως, αποτελεί το κέντρο βάρους, την ένωση του παρελθόντος με το παρόν, ένα ενοχικό παρόν που φοβάται να βιώσει την αξία της στιγμής, να ονειρευτεί ένα καλύτερο μέλλον, γιατί κάποιοι δήθεν φωστήρες, μας έπεισαν ότι η παρούσα κατάσταση δε δύναται να βελτιωθεί κι άρα οφείλουμε να ζήσουμε βουτηγμένοι στη μιζέρια μας. Ενοχές και φοβίες κατακλύζουν τους ήρωες της συγγραφέως, ωστόσο, παίρνουν πρωτοβουλίες, υπάρχει μία κινητικότητα. Δεν μένουν με σταυρωμένα τα χέρια, όπως συμβαίνει στη σύγχρονη εποχή.
   Το υγρό στοιχείο, διάχυτο στη συλλογή, φαίνεται ότι διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στην κοσμοθεωρία της κ. Τσιλιμένη, και δηλώνει το ευμετάβλητο, το ρέον, αυτό που δεν πιάνεται, παρά αγγίζεται. Έτσι κι η ζωή συνεχώς ρέει, δεν μπορούμε να την πιάσουμε, πολλές φορές μας προσπερνά κιόλας. Αλλά με αισιοδοξία και ορθή ματιά απέναντί της θα μας χαμογελάσει κι η ίδια. Η διήγηση των ιστοριών της, που η καθεμιά έχει τη δική της αξία στο «Κουμπί», παρασέρνει τη σκέψη, ευαισθητοποιεί, εξάπτει τη φαντασία, αγγίζει απαλά συνειδήσεις και ωθεί στη μύηση ιστοριών μιας άλλης εποχής, διαφορετικής αλλά παράλληλα και τόσο όμοιας με τη δική μας.