Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Η παιδική Λογοτεχνία ιδωμένη ως ο προπομπός μιας κοινωνίας οραματιστών




Η παιδική λογοτεχνία είναι το σύνολο λογοτεχνικών αφηγηματικών μυθιστορηματικών ιστοριών με εικονογράφηση τις πλείστες των περιπτώσεων, σε μορφή πεζή είτε ποιητική, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέσα στη τάξη. Η παιδική λογοτεχνία έχει την προσωπική της αυτονομία, το δικό της ύφος, μέσα στον ευρύτερο χώρο της Εθνικής λογοτεχνίας. Ο Αναγνωστόπουλος και  Δελώνης (1984) ορίζουν την Παιδική λογοτεχνία ως «το σύνολο των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, που έχουν σκοπό να προσφέρουν στο παιδί τη χαρά, τον παλμό της ζωής, την αισθητική απόλαυση και παράλληλα να υποβάλλουν αρχές και μηνύματα με ανθρωποπλαστικό χαρακτήρα». Η αξιακή της ποιότητα έγκειται στο γεγονός, ότι ασκεί καθοριστική επιρροή στην τρυφερή παιδική ηλικία. Δίνεται στα παιδιά η ευκαιρία μέσω της διδασκαλίας της Παιδικής Λογοτεχνίας στο σχολείο να αντιληφθούν βιωματικά έννοιες, όπως  Όραμα, Δικαιοσύνη, Ευημερία, Ελευθερία, Ειρήνη, Αγάπη, αρετές οι οποίες φωτίζουν έναν κόσμο χωρίς φως, δίνουν πνοή σε ένα κόσμο που απουσιάζει ο καθαρός αέρας, ποτίζουν με ανθρωπιά έναν κόσμο αποκαρδιωμένο, κοσμούν την ανθρώπινη υπόσταση, προσδίδοντάς οικουμενική συνείδηση.
Η παιδική λογοτεχνία ως αντικείμενο πρεσβεύει την αρχή, ότι το διάβασμα πρέπει να διέπεται από ευχαρίστηση και όχι από καταπίεση για το νεαρό μαθητή. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού είναι τα σημαντικότερα ως προς την διαμόρφωση της γλωσσοπλαστικής ικανότητας και σκέψης του. Απαιτούνται, λοιπόν, απλοί χειρισμοί της γλώσσας, ώστε το παιδί να μπορεί να συλλάβει εύκολα και όσο το δυνατόν άκοπα τη δυνατότητα του «διαλέγειν» και «διαλέγεσθαι». Παιδαγωγοί και παιδοψυχολόγοι τεκμαίρονται ότι το άκουσμα ιστοριών παιδικής λογοτεχνίας συναρπάζει τα παιδιά και κάνει την μάθηση πιο ζωντανή, καθόλου ανιαρή, και ως εκ τούτου αποτελεσματικότερη. Αυτή η μαγεία που κρύβει η παιδική λογοτεχνία, εκκινεί το ενδιαφέρον των παιδιών. Σίγουρα ,όμως, κυρίαρχο ρόλο παίζει η διδακτική προσέγγιση από τον εκπαιδευτικό. Δηλαδή ο δάσκαλος είναι το υποκείμενο που καλείται να μεταλαμπαδεύσει την μαγεία της παιδικής λογοτεχνίας στους μαθητές και άρα αυτό έγκειται στον κατάλληλο χειρισμό αυτής της παιδευτικής διαδικασίας. Αν κατορθώσει να εμφυσήσει στα παιδιά την αγάπη για την παιδική λογοτεχνία, αυτή η λατρεία θα περάσει και μετέπειτα ως προς το μάθημα της Λογοτεχνίας σε μεγαλύτερες ηλικίες και άρα θα αποτελέσει ερέθισμα για ανάπτυξη όλων των ευεργετικών αποτόκων που επιφέρει η λογοτεχνία στον άνθρωπο, τόσο σε επίπεδο ορθής χρήσης της γλώσσας, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, με την ανάπτυξη βαθύτερων στοχασμών και συναισθημάτων, ωθώντας στη διάπλαση σωστών και φρονίμων πολιτών με αναπτυγμένη την κριτική ικανότητα. Εν συντομία ο καθοριστικός ρόλος της παιδικής λογοτεχνίας στη διαμόρφωση μιας υγιούς προσωπικότητας περνά μέσα από την διαμεσολαβητική ευχέρεια και ικανότητα των εκπαιδευτικών.

Το βιβλίο κατά την πλειονότητα των εκπαιδευτικών αποτελεί έναν πνευματικό ορίζοντα, μία ενόραση της βαθύτερης δόμησης της κοινωνίας. Εδραιώνεται διάμεσου αυτού με ευχάριστο και ψυχαγωγικό τρόπο η γνώση. Ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι διαμορφωμένες συνθήκες ζωής αποτελούν τροχοπέδη στην ενασχόληση του μαθητή με το διάβασμα βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας. Τα αίτια θα μπορούσαν να συνοψιστούν,  στη μη συγκροτημένη εκπαιδευτική πολιτική,  στην έλλειψη ελεύθερου χρόνου των παιδιών, λόγου φόρτου σχολικών και εξωσχολικών δραστηριοτήτων, στην έλλειψη ενημέρωσης, στην αδιαφορία και μη γνώση των γονέων για την προσφορά του βιβλίου στα παιδιά, στην κυριαρχία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, καθώς και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στην έλλειψη οικογενειακής παράδοσης στο θέμα του διαβάσματος λογοτεχνικών βιβλίων γενικότερα. Απαιτείται, λοιπόν, μία ειλικρινή στροφή στην ενίσχυση της παιδικής λογοτεχνίας, στο πλαίσιο της διδακτικής κοινότητας με ποικιλία επιμορφωτικών σχετικών προγραμμάτων για τους εκπαιδευτικούς με στόχο την εξοικείωσή τους  στη διδακτική προσέγγιση των μαθητών τους και μία ενθάρρυνση των νεαρών μαθητών με κίνητρα, τα οποία θα ενισχύσουν την αγάπη τους για το βιβλίο, που θα ισοδυναμεί σε μία επένδυση για ένα καλύτερο μέλλον.

Συνοψίζοντας η παιδική λογοτεχνία αποτελεί μία υπερδύναμη, την οποία ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να την εκμεταλλευτεί καταλλήλως στοχεύοντας με επιτυχία στον ψυχισμό του κάθε μαθητή, μυώντας τον στην ανάγκη να αγαπά και να διαβάζει βιβλία. Η περιδιάβαση του μαθητή πάνω στο ασφαλές και φιλόξενο μονοπάτι του παιδικού αναγνώσματος, αποτελεί το βέλτιστο δρόμο για τον μαθητή, ο οποίος θα μπορέσει να αναπτύξει  δεξιότητες όπως η ενσυναίσθηση, η διαίσθηση, η πνευματικότητά του σε υψηλά επίπεδα, στοιχειά που τον προικίζουν ως νοήμονα μελλοντικό πολίτη, ο οποίος θα έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα μιας κοινωνίας, που έχει υποψιαστεί από τα αναγνώσματά του, έχει αποκτήσει με άλλα λόγια έμμεσα εμπειρίες ζωής, τις οποίες δεν έζησε στην ουσία.  Το παιδικό βιβλίο και η επαφή του νέου με αυτό λειτουργεί προστατευτικά,  οχυρώνοντας το άτομο από τα κακώς κείμενα, αλλά και δημιουργικά, πλάθοντας το όραμα ως ενόραση και φυγή προς τα εμπρός για μία κοινωνία που πατά γερά στα πόδια της μεν, πετώντας ψηλά σε ιδέες και υγιή φρονήματα δε. Αυτή η κοινωνία οραματιστών, έχει παρόν και μέλλον!

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Πανάρετος και Ερωτόκριτος - Δύο πρωταγωνιστές διαφορετικών λογοτεχνικών έργων αλλά τόσο κοινοί μεταξύ τους



Η μεγάλη λογοτεχνική άνθιση συντελείται στην Κρήτη, όπου και πραγματοποιούνται οι κατάλληλες ζυμώσεις μεταξύ του 1571 - 1669 με έργα, που χαράχθηκαν ανεξίτηλα στην καρδιά των ανθρώπων, όπως ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου και η Ερωφίλη του Χορτάτση. Τα δύο αυτά έργα αν και διαφέρουν ως προς την ειδολογική τους κατάταξη (Ερωτόκριτος = μυθιστορία, Ερωφίλη = τραγωδία), παρουσιάζουν αρκετά κοινά σημεία ως προς την θεματική.

Ο Πανάρετος στην τραγωδία «Ερωφίλη» του Χορτάτση στο απόσπασμα (Α 1-198) παρουσιάζεται ως ένας νέος, ο οποίος έχει κυριευθεί από τον έρωτά του για την κόρη. Αντιλαμβανόμαστε από τα λόγια του φίλου του Καρποφόρου, ότι ο κεντρικός ήρωας της τραγωδίας έχει κερδίσει μεγάλη δόξα και τιμές από την εργατικότητά του και αυτό το καταδεικνύει και το όνομα του (Πανάρετος = αυτός που είναι εφοδιασμένος με όλες τις αρετές). Γνωρίζει ότι ο διακαής του πόθος εγκυμονεί κίνδυνο για τη ζωή του και διστάζει ακόμη και στον φίλο του Καρποφόρο να εκμυστηρευτεί τον μυστικό του έρωτα. Η αποκάλυψη έρχεται σταδιακά, όταν και παραδέχεται στον Καρποφόρο τον αγιάτρευτο έρωτά του για την Ερωφίλη. Η φιλία παρουσιάζεται σαν μία από τις μεγαλύτερες αξίες της εποχής, στην οποία δύναται να βρει καταφύγιο ο κάθε λογής χτυπημένος από τις κακοτοπιές της ζωής.  Ο καλός του φίλος ξαφνιάζεται, γνωρίζοντας τη μη δυνατότητα πραγματοποίησης της επιθυμίας του. Ο λόγος του φαίνεται προφητικός, καθώς γνωρίζουμε τη δυστυχή κατάληξη του ήρωα και της αγαπημένης του. Ωστόσο, είναι πρόθυμος να σταθεί παραστάτης στην απόφαση του Πανάρετου, να διεκδικήσει δηλαδή την αγαπημένη του, παροτρύνοντάς τον να της εκδηλώσει τα συναισθήματά του. Κάνει λόγο ακόμη για την άσβηστη φλόγα της ερωτικής έλξης, η οποία όταν γεννάται κατά την παιδική ηλικία, δε δύναται να σβήσει.

Ο Ερωτόκριτος στην μυθιστορία του Βιτσέντζου Κορνάρου στο χωρίο (Α 147-346) φανερώνει χωρίς περιστροφές τον ατέρμονο έρωτά του για την Αρετούσα στον φίλο του Πολύδωρο. Κυριευμένος και καθολικά τυφλωμένος από τον πόθο του δεν διστάζει να φτάσει έως και στον θάνατο για την αγαπημένη του νεαρή.  Στο άκουσμα της είδησης ο Πολύδωρος προσπαθεί να τον συνετίσει, αποκαλώντας τον ριψοκίνδυνο και κουζουλό. Ο νεαρός, όμως, πρωταγωνιστής είναι διατεθειμένος να πράξει τα πάντα για την επιτέλεση της σύζευξης με την Αρετούσα, αδιαφορώντας για οποιονδήποτε ανασταλτικό παράγοντα. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε, ότι η δυσκολία της εκπλήρωσης του έρωτα του νεαρού με την όμορφη κόρη, έγκειται στη διαφορά κοινωνικής κάστας των δύο. (Ερωτόκριτος = χαμηλής κοινωνικής καταγωγής, Αρετούσα = βασιλικής καταγωγής). Το ίδιο θεματικό μοτίβο παρατηρούμε και στο έργο «Ερωφίλη» μεταξύ των δύο ερωτευμένων προσώπων. Τόσο ο Ερωτόκριτος, όσο και ο Πανάρετος θεωρούν τους εαυτούς τους, θύματα του πόθου και της άσβεστης ερωτικής επιθυμίας τους. Δεν μπορούν να ακούσουν τη φωνή της λογικής, γιατί έχει κατασκεπαστεί από τη δύναμη του θυμικού τους. Η ανεκπλήρωτη έκβαση της ερωτικής τους υπόθεσης ισοδυναμεί με θάνατο. 

Συμπερασματικά καταλήγουμε στο ότι τα δύο κεντρικά πρόσωπα των έργων (Ερωτόκριτος και Πανάρετος) ταυτίζονται αν όχι απόλυτα, σίγουρα σε μεγάλο βαθμό, στοιχείο που ενδυναμώνει την πεποίθηση, ότι ο Κορνάρος επηρεάστηκε από το έργο του Χορτάτση «Ερωφίλη», ως προς την παρουσίαση των μύχιων σκέψεων του κεντρικού ήρωα. Και στα δύο έργα αποτυπώνεται με ενάργεια η ατιθάσευτη ισχύ, που ασκεί ο έρωτας στους κεντρικούς ήρωες. Σύμφωνα με τον Mario Vitti (2003): «Aν πραγματικά ο Κορνάρος έζησε τα ίδια χρόνια με τον Χορτάτση στον Χάνδακα, μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα διάλογο ανάμεσα στους δύο ποιητές».